Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΑΚΙ

Είναι ένα ποταμάκι που κυλάει.
Παρασέρνει ότι βρει μπροστά
παίρνει την ψυχή μου και την πάει
σε ταξίδια που ονειρεύται μακριά

Είναι ένα ποταμάκι που κυλάει
πότε ήρεμα και πότε βιαστικά
κάπου κάπου όμως πως σκορπάει
σ ένα χείμαρρο ορμητικά.

Είναι ένα ποταμάκι που κυλάει
με αργούς και πότε γρήγορους ρυθμούς
της ζωής όνειρα κουβαλάει
και τα ρίχνει στους ωκεανούς.

Όλα χάνονται στα πέρατα του κόσμου
μες σε θάλασσες που πνίγουν ε καημούς
μια ελπίδα στην καρδιά μου δος μου.
Μια ελπίδα σου ζητάω αν μ ακούς




ΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ

                                     
                                         
Στην παραλία κάθισα
μια μέρα στο παγκάκι
ερέμβαζα τη θάλασσα
στο δροσερό αεράκι
και καθώς ήμουν απλανής 
κι ολίγον τι φευγάτος
σκεφτόμουνα περίεργα
πως θάταν αν θα βούταγα 
της θάλασσας ο πάτος.
Έβλεπα ν αρμενίζουνε
κατάλευκα βαπόρια
κι έβλεπα μαύρο το καπνό
που βγάζουν τα μπουφόρια.
Κι όπως η σκέψη έτρεχε
σε τούτο και στο άλλο
και ποιο στον νου μου να σταθεί
και ποιο απ το νου να βγάλω
ένιωσα δίπλα ξαφνικά
μια ξένη παρουσία
μα σαν εκοίταξα λοξά
οίδα μιαν οπτασία.
Με ε χαιρέτησε δειλά
μ ένα χαμογελά κι
, Μήπως με επιτρέπετε
λιγάκι να καθίσω /'
Θα ήτανε αγένεια
ολόκληρο παγκάκι
μονάχος να κρατήσω΄
Παρακαλώ απάντησα
καθίστε Δεσποσύνη
καθίστε σαν στο σπίτι σας
και με ανετοσύνη.
Έτσι με την ευγένεια
και τις φιλοφρονήσεις
ε συμφωνούσαμε παντού
με δίχως αντιρήσεις.
Ώσπου η ώρα πέρασε
χωρίς να καταλάβω
απ το να λέω να μιλώ
να κόβω και να ράβω.
Πολύ σας εσυμπάθησα
απ τη ματιά τη πρώτη
'μα μη θαρρείτε απαντά΄'
πως είμαι ότι κι ότι'.
Είμαι κοπέλα συνετή
σεμνή και ντελικάτη
ολίγον τι ρομαντική
όχι όμως και φευγάτη.
Θάθελα τόσα πολλά να πω
μα πέρασε η ώρα
φοβάμαι μήπως και βραχώ
έρχεται βλέπω μπόρα
Μου άπλωσε το χέρι της
για να με χαιρετήσει
και γω σηκώθηκα ευθύς
μην τύχει και νομίσει
πως είμαι τάχα αγενής
και πως δεν έχω τρόπους
χαιρέτησα σαν ευγενής
όπως σε άλλους τόπους.
Χάρικα που σας γνώρισα
γλυκιά μου Δεσποσύνη.
Γρήγορα θα σας ξαναδώ
ψιθύρισε εκείνη.
Και γω απόμεινα εκεί
ορθός να την κοιτάζω
το λικνιστώ το βήμα της
και να αναστενάζω.





































ΣΕ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ

Ήσουν ένα όνειρο που χάθηκε.
Μια αστραπή ΄ ήσουν στον ουρανό
λουλούδι ήσουν που μαράθηκε
της μέρας ήσουνα το δειλινό.

Μια μπόρα ήσουν που δε κράτησε
ο ήλιος ήσουν μιας στιγμής
που μες στα σύννεφα αμέσως χάθηκε
στο σύντομο το δρόμο της ζωής.

Τρικυμισμένη ήσουν θάλασσα.
Μια βρύση ήσουνα δίχως νερό
μαζί σου τη ζωή μου χάλασα
πως άντεξα αλήθεια απορώ.


ΚΙ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΜΑΡΤΗΣ

Βαριά τα σύννεφα περνούν
τον ουρανό σκεπάζουν.
Κρύβουν τον ήλιο το πρωί
το βράδυ το φεγγάρι.
Χάραξε η μέρα δίχως φως
έσβησε το λυχνάρι.
Σε λίγο έπιασε βροχή
ο αγέρας δυναμώνει
η θάλασσα φουρτούνιασε
η θύελλα σιμώνει.
Τα κύματα θεριέψανε
καράβια κινδυνεύουν
τα χιόνια πάνω στα βουνά
ζούνε και βασιλεύουν.
Κι ας είναι Μάρτης τι μ αυτό
η άνοιξη κι ας ήρθε
κι αν το μπουμπούκι στο κλαδί
δειλά δειλά κι αν βγήκε
ακόμη δεν ξεθύμανε
το μένος του Χειμώνα
γι αυτό τον Μάη διάλεξε
ν ανθίζει η Ανεμώνα.








ΤΟ ΣΠΟΥΡΓΙΤΙ

Μικρό σπουργίτι παγωμένο
ήρθες στη πόρτα μου μπροστά
κακόμοιρο ήσουν πεινασμένο
είχες τα μάτια σου κλειστά.


Απ το παράθυρο σε είδα
έτρεξα ευθύς να σου ανοίξω
ψίχουλα λίγα να σου ρίξω
αγάπη σου έδωσα φροντίδα. 


Ξεθάρεψες κι ήρθες κοντά μου
την πείνα σου για να χορτάσεις
δίχως το φόβο στη καρδιά σου
τη λευτεριά σου μήπως χάσεις.


Αφαίθηκες μ εμπιστοσύνη
και γω απαλά να σου αγγίζω
και με χαρά να σε ταΐζω
τα μάτια σου μ ευγνωμοσύνη
με κοίταζαν την ώρα εκείνη.



Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Ο ΥΠΝΟΣ

Ύπνε γιατί μου έφυγες
και τρέχω να σε πιάσω
οι σκέψεις μ εμποδίζουνε
το βήμα μου ν ανοίξω
και συ όλο φεύγεις χάνεσαι
εγώ πως να σε φτάσω
αφού εκείνες με κρατούν
και πως να τις ξεφύγω.

Παλεύω τα μεσάνυχτα
τα μάτια μου να κλείσω
κι όσα μου έρχονται στο νου
ευθύς να τ αρνηθώ
κι από την πόρτα του μυαλού
έξω πια να τ αφήσω
αλλοιώς σ ένα λαβύρινθο
θα περιπλανηθώ.

Παρακαλώ σε γύρισε
και διώξε όλα εκείνα
που με κρατάνε από σε
τις νύχτες μου μακριά
και πάρε με στα χέρια σου
σαν όμορφη σειρήνα
ταξίδεψε με μ όνειρα
γλυκά ταξιδευτά.

Θα αφεθώ στη λήθη μου
και θα αναπαυτώ
απ τη ζωή στο τίποτα
πρόσκαιρα θα περάσω
αφού μέσα στα χέρια σου
γαλήνια θα κουρνιάσω
γύρισε ύπνε μου γλυκέ
για να ξεκουραστώ.



ΘΥΜΑΣΑΙ

Θυμάσαι που σου μίλησα
κρυφά και σ είχα δώσει
το πρώτο μου το φίλημα
στην άκρη του ματιού.
Κι είδα εκείνη τη ματιά
να κρύβει αγάπη τόση
κι αγνότητα ενός μικρού παιδιού.

--ΚΟΙΜΉΣΟΥ------------------------
Κοιμήσου στ ακροδάχτυλα
του ύπνου που σου γνέφει.
Μη χάνεσαι στις σκέψεις σου
και στις βαθιές τις έγνοιες
σαν σε κρατά στα δίχτυα της
η φλύαρη αϋπνία.

ΣΤΗΣ ΕΡΗΜΙΑΣ ΤΗ ΣΙΩΠΗ

Στης ερημιάς τη σιωπή
ακούγεται ο θρήνος του κόσμου.
Αν αφουγκραστείς θα καταλάβεις
τα μηνύματα του.
Αρκεί ν αφήσεις χώρο στην ψυχή σου
για να το δεχθεί.
Το σύμπαν έχει τους κώδικες του.
Μελέτησε τους αν μπορείς με προσοχή.
Θα μάθεις τότε να τους διαβάζεις.
Είμαστε μέρος απ αυτό
και ας είμαστε περαστικοί.  

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Η ΓΗ

Λικνίζει η γη το σώμα της
στον ήλιο στο φεγγάρι
κι εκείνα πως μαγεύονται
απ τη δική της χάρη.

Της στέλνει ο ήλιος βλέμματα
τη λούζει με το φως του
και το φεγγάρι το λαμπρό
τ ασημί όλου του κόσμου

Από μακριά τη βλέπουνε
τη στέλνουν τα φιλιά τους
τ αστέρια τα ολόλαμπρα
και κείνη τα χαμογελά
για τα καμώματα τους,

ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΟΝΕΡΟ

Κλείσε τα μάτια κι άφησε
τις σκέψεις σου να φύγουν
και σφράγισε τα βλέφαρα
ανέμελα απόψε.
Μα σαν θα έρθουν τα όνειρα
τρελά να σε τυλίγουν 
του ονείρου ένα λούλουδο
διάλεξε συ και κόψε.


Και παραδώσου στον γλυκύ 
τον ύπνο το βαθύ
κι αυτός μες στην αγκάλη του
γλυκά θα σε βυθίζει
όμως το λουλουδόνειρο
που διάλεξες εσύ
θα τραγουδά ολονυχτίς
και θα σε νανουρίζει.











ΣΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ ΝΙΚΟ

Συ την καρδιά μου άγγιξες
σαν βάλσαμο στερνό.
Λουλούδι μου πανέμορφο
και πολυαγαπημένο
Είσαι ένας Άγγελος μικρός
από τον ουρανό
που εδώ στη γη κατέβηκες
χωρίς να σε προσμένω.



ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ

Μέσα στη φάτνη σε προσκύνησαν οι Μάγοι.
Μικρό παιδάκι ήσουνα Χριστέ μου
έλαμπε ένα άστρο μέσα στο σκοτάδι
στάθηκε πάνω σου το ουράνιο εκείνο φως.
Ήτανε για τους Μάγους το σημάδι
για να τους δείξει που βρισκόσουν ακριβώς.
Τον ερχομό σου ύμνησαν οι Αγγέλοι
τα Χερουβήμ ψάλανε Ωσαννά.
Μία ελπίδα για τον κόσμο ανατέλλει
Θεέ μου να μην τη χάσουμε ξανά.







ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ

Αν είχα το κλειδί του  ύπνου σου
να μπω κρυφά μέσα στα όνειρα σου
να τρύπωνα μέσα στη σκέψη σου
να μάθαινα τα μυστικά σου.

Στους στοχασμούς σου να σεργιάνιζα
ν ακούω τους χτύπους της καρδιάς σου
στης φαντασίας σου το πλάνεμα
να πέταγα με τα φτερά σου.

Αν μ έκρυβες στη σκέψη σου σε μια γωνιά
πόσο καλά θα ένιωθα μαζί σου
να με ζεσταίνει η ανάσα σου
κρυφά να έκλεβα ένα φιλί σου.

Δεν θα μιλώ δεν θα ενοχλώ
μα μοναχά θα ψιθυρίζω
πόσο πολύ σε αγαπώ
και την ψυχή σου θα αγγίζω

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

ΣΑΝ ΑΝΕΜΟΣ

Ε πέρασες σαν άνεμος
σφοδρός απ τη ζωή μου
σκορπίζοντας ότι έβρισκες
μέσα από τη ψυχή μου
.άφησες ένα έρημο
ένα κενό τοπίο
όπου το δέρνουν άνεμοι
η παγωνιά το κρύο.


Δίχως φωτιά δίχως νερό 
τα χείλη μου να βρέξω
πόσο σε τόση ερημιά
ακόμη θα αντέξω.
Κουράγιο κάνω υπομονή
μήπως ξανά αποκτήσω
απ όσα πήρες τα μισά
θα μούφταναν να ζήσω.

Η ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ

Χοροπηδούν απόψε τ άστρα
η νύχτα είναι όμορφη πολύ
πότισα τη μικρή μου γλάστρα
που άνθησε μέσα στην αυλή.

Σε μια γωνιά ακουμπισμένη
άνθησε η τριανταφυλλιά
το άρωμα της μ αναστένει
πάνω της κελαηδούν πουλιά

Και πρώτα απ όλα τ άρωμα της
δεν είναι άγνωστο θυμήσου
τα ρόδα και η ευωδιά της
τα μύρισε και η ψυχή σου

Μέσα σε φάκελο κλεισμένο
σούστειλα Ρόδο ευωδιαστό
ήτανε από αυτή κομμένο
για να το έχεις φυλαχτό.



ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ

Πέρασε πια η άνοιξη που τόση είχε γλύκα
τις φεγγαρόλουστες βραδιές τις απαλές σα χάδι.
Μέσα στου κήπου τους ανθούς μερόνυχτα σε βρήκα
το  μύρο τους να γεύεσαι σε φως η σε σκοτάδι.


Το καλοκαίρι γλίστρησε σιμά μας στα κρυφά
φλόγα πολύ μας γέμισε ζάλισε το μυαλό μας
μα ξάφνου πάλι έφυγε και χάθηκε ξανά
μαζί για πάντα χάθηκε και κάθε όνειρο μας.


Χλομό σβησμένο έφτασε από το ξεροβόρι
Φθινόπωρο κακόμοιρο που σέρνει το χαμό
κάθε ψυχής προμήνυμα του γηρασμού τι ζόρι
δίχως να φέρει έφυγε ποτέ το λυτρωμό.


Χειμώνιασε κι ο άνεμος λυσομανα βουίζει
στο τζάμι πέφτει κάτασπρο και απαλό το χιόνι
μα η καρδιά ανήμπορη και η ματιά δακρύζει
η ώρα είναι θλιβερή τη μοναξιά απλώνει.






Ο ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ

Δίχως πατρίδα είμαι εγώ
και σπιτικό χαμένο
σε ξένο τόπο 'ήρθα εδώ
φωνάζοντας με ξένο.

Ήρθα να αλλάξω τη ζωή
καλύτερη να γίνει
ποιος θέλει τη φαμίλια του
πίσω να την αφήνει.

Που να καθίσω να σταθώ
που νάβρω παρηγόρια
αφού έχω ρθει στη ξενιτιά
κι απ τα παιδιά μου χώρια.


Είπα μήπως δουλειά να βρω
βοήθεια να στέλνω
στο σπίτι στη γυναίκα μου
κι ίσως κοντά τους φέρνω.


Χαράματα σηκώνομαι
πηγαίνω στη πλατεία
ψάχνω ρωτάω πουθενά
με τρώει η αγωνία.


Η μέρα πέρασε κι αυτή
δίχως κάτι να κάνω
να φάω δεν έχω ούτε ψωμί
αέρα να ανασάνω.


Απελπισμένος κάθομαι
σε μια γωνιά και κλαίω
στο σπιτικό σου γύρισε
στόν εαυτό μου λέω,


Κι αν φας εκεί πικρό ψωμί
κι αν βάσανα έχεις χίλια
τ αντέχεις πιο καλύτερα
μαζί με τη φαμιλιά.



Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

ΑΝΟΙΞΗ

Αργά αργά χάνεται η μέρα
κι ο ήλιος πάει προς τη δύση
σώπασε του βοσκού η φλογέρα
το γλυκοχάραμα θ αργήσει.

Η φύση όλη αποσταμένη
απ το τρελό το πανηγύρι
που ο Μάης γύρω έχει στήσει
μέθυσ η μέλησα απ τη γύρη.


Λουλούδισαν τα περιβόλια
αυλές οι κήποι τα παρτέρια.
Γέμισε ο αγέρας μυροβόλα
Τριαντάφυλλα κρατούν τα χέρια.


Κι όταν η νύχτα  φτάσει αγάλι
κι είναι ντυμένη με αστέρια
θα τη δεχτώ και κείνη πάλι
με τριαντάφυλλα στα χέρια





ΜΗ ΓΥΡΝΑΣ

Μη γυρνάς
Να με δεις που θα φεύγω
με τη θλίψη βαθιά στη καρδιά.
Τα φτερά μου γι αλλού θα ανοίξω
θα πετάξω γι αλλού γι άλλη γη.


Μη γυρνάς
να με δεις που θα φεύγω
Ήρθε η ώρα να φύγω μακριά
χάρη μ έκανε ο χρόνος μεγάλη
φεύγω δίχως πικρία καμιά

Μη γυρνάς
να με δεις που θα φεύγω
έν αστέρι θα γίνω και γω
τόσο δα ένα μικρό αστεράκι
λίγο φως δω στη γη να σκορπώ

Μη γυρνάς
να με δείς που θα φεύγω
ούτε δάκρυ κανένας λυγμός
ένα αντίο μονάχα θα φτάνει
πάω εκεί όπου υπάρχει το φως.

Μη γυρνάς
να με δεις που θα φεύγω
μόνο θάθελα να μη με ξεχνάς
κάπου κάπου το βλέμμα να στρέφεις
σ ένα αστέρι και να το κοιτάς.



ΟΤΑΝ

Άναψα σ ένα ξωκλήσι
στην εικόνα αγιοκέρι
με τρεμάμενο το χέρι
εκεί την προσευχή μου κάνω 
θεέ μου αν κάποτε πεθάνω
μόνη μου να μην μ αφήσει.

Φόβο νοιώθω του θανάτου
πλανάται γύρω η σκιά του
κι όλο ποιο πολύ σιμώνει
τρέμω μήπως μείνω μόνη.

Τού Χριστού κοιτώ το βλέμμα
ξέρω η ζωή είναι ψέμα.
Του ζητώ να συγχωρήσει
όλα τ αμαρτήματα μου
κάποιος νάναι κει κοντά μου
τα δυο μάτια μου να κλείσει.

Νάχω γύρω τα παιδιά μου 
να τ ανοίξω την καρδιά μου
την ευχή μου να τους δώσω
ήρεμη έτσι να νιώσω
στ άγνωστο που περιμένει
εκεί που παν οι πεθαμένοι.



ΣΑΤΗΡΙΚΟ

Απόψε απευθύνομαι
σε σας καλοί μου φίλοι
ελπίζω μη με κρίνετε
μονάχα αυστηρά.
Αν κάτι δεν σας άρεσε
κουνάτε με μαντήλι
να σταματήσω παρευθύς
να πάρει άλλος σειρά.


Δεν έχω θάρρος για να βγω 
και να σας ομιλήσω.
Γι αυτά που έχω να σας πω
μου δένεται η γλώσσα.
Μα αν μπορούσα να μιλώ
χωρίς να κοκκινίσω
βέβαιοι να είστε φίλοι μου
θα έλεγα άλλα τόσα.


Όταν λοιπόν σας ομιλώ
τα μάτια κατεβάζω
να μην θωρώ τα μάτια σας
πάνω μου να είναι στραμμένα
κι απ την ντροπή μου μην τυχόν
λάθος θε να διαβάζω
και τότε με πετάξετε
λεμόνια αλί σε μένα.


Παρακαλώ ακούστε με
όχι μετ ευλαβίας
δείξτε μου κατανόηση
προ πάντων προσοχή
να μην ακούσω ψίθυρους
καθώς και κοροϊδίας
ματιές μην ανταλλάξετε
από δω και από κει.


Μα τι κουσούρι και αυτό
που έχω χριστιανοί μου
μπερδεύεται η γλώσσα μου
και χάνω τη φωνή μου.
Γι αυτό αμέσως σταματώ
δεν είμαι για μπαλκόνι
γιατί νομίζω βράχηκα
θ αλλάξω παντελόνι.











ΤΟ ΠΕΎΚΟ

Του πεύκού την οσμή
ανάσανες ψυχή μου
κάτω απ τον ίσκιο
που καθό σουνα  εχτές
και το ψιθύρισμα
τ αγέρι σου μιλούσε
σαν χάιδευε ψηλά τις κορυφές.

-----------------------------
Παγιδεύτικα
μέσα στη λογική μου.
Ψάχνω να βρω διεξόδους
να ελευθερώσω.
τις φυλακισμένες μου αντιλήψεις
περί ζωής.
Με γεμίζουν συναισθήματα
κρυμμένα κάτω απ τα φύλλα
της καρδιάς.
Εκείνη αρνείται να τα βγάλει
στο φως.



ΤΙ ΠΟΛΕΜΑΣ

Αν πολεμάς τι πολεμάς
το σκέφτηκες ποτές σου.
Ποιος τάχα είναι ο εχθρός
το πρόσωπο του είδες
τον γνώρισες τον έζησες
τα λάθη οι αρετές του.
Μα μήτε αυτός σε γνώρισε
μήτε αυτός σε είδε.
Όλα ανώφελα άρχισαν
Όλα ανώφελα τελειώσαν.
Χάνουμε χρόνο πολεμώντας
απ ττην πολύτιμη ζωή μας.


ΚΡΙΜΑ

Κρίμα που στήριξα σε σένα την ελπίδα
Κρίμα που νόμιζα αλλάξαν οι καιροί
Κρίμα που πίστεψα πως γύρισα σελίδα.
Κρίμα φαντάστηκα πως θ άλλαζε η ζωή.

Κρίμα που κοίταξα ψηλά και ποιο ψηλά ακόμα
Πίστεψα πως τ αδύνατο θα γίνει δυνατό.
Και έβαψα τα όνειρα με χρώμα
είπα πως βρήκα τον χαμένο μου εαυτό.

Κρίμα που πίστεψα στο θαύμα έστω για λίγο
κι ένοιωσα αλλιώτικα ο κόσμος να φαντάζει
Κρίμα σαν το παράθυρο ανοίγω
έξω ο κόσμος με τρομάζει

Κρίμα πόσο γελάστηκα αχ πόσο
Ξόδεψα το απόθεμα μου
Κρίμα που είπα να σου δώσω
να μοιραστώ το όραμα μου.

Κρίμα που έχασα και κείνο
που κράταγα καλά κριμένο
ένα κομμάτι απ την καρδιά μου
Κρίμα κι αυτό πήγε χαμένο

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ

Τρισεύγενο χαμόγελο στα χείλη
δροσοσταλίδα δάκρυ πρωινό.
Λουλούδι μοσχομυριστό τ απρήλι
αγέρι δροσερό το δειλινό.

Σαν όραμα μπροστά μου φτερουγίζει
στήν απουσία σου το πρόσωπο σου.
Η ψυχή σου την ψυχή μου αγγίζει
κι ότι δικό μου γίνεται δικό σου.

Κρούω τον κώδωνα όμως του κινδύνου
μην παραμείνεις όραμα για μένα
αστέρι της ζωής μου γίνου
το φως να παίρνω από σένα.

Γιατί αλλιώς μες στο σκοτάδι
δεν θα μπορώ να σε κοιτάζω
χωρίς ποτέ ένα σημάδι
στο πρόσωπο σου να διαβάζω.

Η ΑΥΛΗ

Λατρεμένη αυλή
με τα τόσα λουλούδια
με αγάπη τα φρόντισα
και με τόσα τραγούδια.

Λατρεμένη αυλή
του σπιτιού μου στολίδι
πόσα βράδια δεν ήσουνα
της χαράς μας παιχνίδι.

Λατρεμένη μου αυλή
πόσα όνειρα έπλασα
μεσα στις τριανταφυλλιές
από τ άρωμα τους μέθαγα

Λατρεμένη μου αυλή
απ τα πρώτα μου βήματα
στη δική σου τη γη
πήρα τόσα μαθήματα.

Και μετά σαν μεγάλωσα
ο καιρός σαν περνούσε
ω αυλή μου το ένιωθες
ω αυλή μου το ζούσες.

ΜΟΝΑΞΙΑ

Γύρισες πάλι μοναξιά
από το μακρινό ταξίδι
Σ είδα μπροστά μου απότομα
χωρίς να σε προσμένω.
Ζούσα με ξεγελάσματα
που η ζωή μας δίδει.
Πίσω μου κρυφογέλαγε
σκληρό το πεπρωμένο.

Και τώρα που σ αντάμωσα
πως θα σε ξεπεράσω
νοιώθω πια τις δυνάμεις μου
όλο να λιγοστεύουν.
Όσο κι αν το κουράγιο μου
το βάζω στη ψυχή μου
νομίζω τώρα Μοναξιά
μαζί σου θα γεράσω.

ΠΟΥ ΓΥΡΝΑΣ

Που γυρνάς νυχτωμένος
στους δρόμους απόψε.
Τις ταμπέλες διαβάζεις
φωτεινές επιγραφές.
Σαν ένα άυλο φάντασμα
φοβισμένο πως μοιάζεις
θολωμένο απ τις σκέψεις σου
του μυαλού σου κρυφές.

Τριγυρνάς και δε νοιάζεσαι
πίσω σου να κοιτάξεις
προχωράς μα οι σκέψεις σου
ταξιδεύουν μακριά
σαν καράβι ακυβέρνητο
μα που τάχα θ αράξεις
είναι βαρύ το φορτίο σου
και η ψυχή σου βαριά.



ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΟΡΕΣ

Κάποιες φορές νοιώθω το σπίτι αδειανό
Κάποια απογεύματα γεμάτα είναι από θλίψη
Μέσα μου νοιώθω ένα απέραντο κενό
και το χαμόγελο απ τα χείλη μου έχει λείψει.

Κοιτάζω μέσα από το τζάμι τη βροχή
σαν σε μονότονο ρυθμό χτυπάει
Κάθε σταγόνα γίνεται αδελφή ψυχή
και με το δάκρυ μου μαζί αργοκυλάει.

Μα πάλι λέω σ όλους έτσι είναι η ζωή.
Πίκρες χαρές μας τις μοιράζει δίχως ζύγι
Κι αν τα παράθυρα κλειστά είναι το πρωί
κάποιο παράθυρο το μεσημέρι ανοίγει.

.

ΔΕΝ ΕΊΜΑΙ ΑΑΛΛΙΩΤΙΚΟΣ

 Περνάω δίπλα σου και με κοιτάζεις
είμαι ένας άνθρωπος όπως και συ.
Δεν είμαι αλλιώτικος και μη τρομάζεις
ούτε φαινόμενο μα μια ψυχή.

Σκύψε επάνω μου στο πρόβλημα μου
και αφουκράσου με στη σιωπή.
Τους κτύπους άκουσε ναι της καρδιάς μου
με της δικής σου ίδιοι ειν οι ρυθμοί.

Ποιος ξέρει κάποτε ίσως πονέσεις
σκέψουτο αλήθεια ίσως συμβεί
και μόνο τότε ίσως μπορέσεις
να καταλάβεις τι είναι η ζωή.

Κάποτε ο πόνος λοξοδρομάει
βρίσκει την πόρτα μας που είναι κλειστή
με δίχως δισταγμό μας τη χτυπάει
κι όμως δεν τόχαμε καν φαντασθεί.

Γι αυτό το χέρι σου αν θα μου δώσεις
να με στηρίξεις κάθε στιγμή
να προσπαθήσεις μη με πληγώσεις
με ένα βλέμμα σου η μια αφορμή.

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

ΓΙΑ ΣΕΝΑ

Μύρισε τα λουλούδια που σου έστειλα
το άρωμα τους βγαίνει από την ψυχή μου.
Κράτησε στα δυο χέρια τα τριαντάφυλλα
τα μάζεψα για σένα από την αυλή μου.

Δυο λόγια να σου πούνε τους ψιθύρισα
δυο λόγια από μένανε γλυκιά μου
πως την υπόσχεση σε σένα τήρησα
λουλούδι να είσαι πάντα στην καρδιά μου.

ΑΦΙΈΡΩΜΑ

Δε λησμονιέται η Μαργαρίτα
που μάδησες στα δεκαεφτά σου
καθώς την τύλιγες στα όνειρα σου
προσμένοντας μι απάντηση.

Κι ήθελες μάταια να κρύψεις
με τα φτερά της φαντασίας
μπρος στο βωμό της ικεσίας
πόσο φοβόσουνα μια άρνηση.





Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΛΟΥ

Στην άκρη του αιγιαλού
κάθεται η μικρή Μαλλού
και κρυφοαναστενάζει,
κι η νοσταλγία της καρδιάς
στο αστροφέγγι της βραδιάς
τα δάκρυα της στάζει.

Και συλλογιέται ένα  ένα φιλί
αγνό και τρυφερό πολύ
που νιός της είχε δώσει.
Στην άκρη του αιγιαλού
κάποιο βραδάκι που η Μαλλού
τον είχε ανταμώσει.

Τώρα θλιμμένη η Μαλλού
στην άκρη του αιγιαλού
τον καρτερεί τι κρίμα .......
κι ακούει τους χτύπους της καρδιάς
στην ησυχία της βραδιάς
μαζί με τ άγριο κύμα.

ΑΝ ΞΑΦΝΟΥ

Τώρα κι αν έρθει ο θάνατος
ξάφνου και με κοιμίσει
δε θέλω από τα χείλη μου
παράπονο να βγει.
Γλυκό της νιότης όνειρο
που ήρθες την αυγή
έκανες πάλι τη ζωή
σα λούλουδο ν ανθήσει.

Άνθη και κρίνα γέμισε
τριγύρω η κάμαρα μου
και μοσχοβόλησε με μιάς
ολάκερη η φύση.
σα ν άμουνα μικρό πουλί
άνοιξα τα φτερά μου
και πέταξα ελεύθερο
σ ανατολή και δύση.

Μα κι αν για λίγο έζησα
με κάποιες ψευδαισθήσεις
κι αν όλα τα φαντάστηκα
μου λέει η καρδιά μου
ποτέ δε θα μ αφήσουνε
αυτές οι αναμνήσεις
που κουβαλάω  από σε
χρόνια πολλά γλυκιά μου.





Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Στο πίσω μέρος του μυαλού μου
έχεις κρυφτεί.
Και προσπαθώ ν αναγνωρίσω
τη μορφή σου.
Σε βλέπω εικόνα γνώριμη
επάνω στο χαρτί .
Ξέχασα τ όνομα σου τη γραφή σου.
Στον ψίθυρο μου κάποιος απαντά
μ ένα χαμόγελο ειρωνικό και κρύο.
Το βλέμμα τον καθρέφτη συναντά
με χαιρετά και λέει στη νιότη μου αντίο.

-----------------------------------
Μη φύγεις απόψε
που σ έχω ανάγκη.
Μη φύγεις απόψε
μείνε εδώ.
Κρυφέ λογισμέ μου
ο ίσκιος σου μου φτάνει
εκεί να κουρνιάζω
εκεί να κρυφτώ.



ΜΗ

Μη τρέξεις πίσω απ τη σκιά μου
είναι αργά για να μ ακολουθείς.
Μη σκιάζεσαι μη φοβηθείς
συνήθισα στη μοναξιά μου.
Χρόνια με κείνη περπατούσα
συντρόφισσα αχώριστη πιστή
στεκότανε κοντά μου σιωπηλή
κι όταν καμιά φορά παραπατούσα.

Κι έτσι τώρα σε χαιρετώ.
Όχι όπως στέλνει χαιρετισμούς ο κόσμος
αλλά με βαθιά εκτίμηση
και με την προσευχή
για σένα και για πάντα.
Η μέρα ανοίγει και οι σκιές χάνονται.
Ακόμη σου εύχομαι να μην πληγωθείς ποτέ.
Αυτός που δεν πληγώθηκε ποτέ
αυτός περιγελάει το θάνατο.
Είθε να χαμογελάσουν οι ουρανοί
χείλη που είστε οι πύλες της ανάσας
σταλάξτε ένα χαμόγελο στην καρδιά του.


Η ΣΥΓΓΝΩΜΗ

Πόσα έχασες με λύπη μου στο λέω
σαν σκέπτομαι το βιαστικό σου αντίο
πόσες φορές μέσα μου σιγοκλαίω
για όσα χάσαμε απ τη ζωή κι οι δύο.

Δεν πρόφτασες συγγνώμη να ζητήσεις
απ όσους σε αγάπησαν στ αλήθεια
κρυφό καημό τους φύτεψες στα στήθια
την περηφάνια σου δεν μπόρεσες να σβήσεις.

Όσο κι αν κάνω πως ξεχνώ τα περασμένα
καυτό μολύβι πληγώνει την καρδιά μου
στιγμή δε φεύγει ο νους μου από σένα
είν ο χαμός σου η καταδίκη η δικιά μου.

Γιατί κι εγώ μετάνιωσα για κείνα
όπου δεν μπόρεσα ποτέ να σου μιλήσω
κι είχα πολλά μες τη καρδιά τι κρίμα
συγγνώμη έπρεπε κι εγώ να σου ζητήσω.

ΣΚΕΨΕΙΣ

Τις άτακτες τις σκέψεις αιχμαλώτισα
αναβόσβηναν στα μάτια μου απρόσκλητες
πηδώντας και χορεύοντας από το χθες στο σήμερα.
Το χθες κρατώντας τα κομμάτια μου στα χέρια του.
Φαντάσματα έμοιαζαν στο σήμερα.
Κι απ των ματιών μου τα παράθυρα
ψιχάλες έβρεχαν την ξηραμένη γη.
Και κείνη ρούφαγε την άρμη της ψυχής μου.


--------------------------------------
Μπερδεύτηκε στα κλώνια της λεύκας
το φεγγάρι.
Χαμογελώντας άκουγε τα μυστικά της
τα ψιθύριζε στα σύννεφα
κι εκείνα είχαν τυλιχθεί
στο λαιμό της νύχτας.
Έχασαν το δρόμο τους τ αστέρια
έπεφταν σαν πουλιά.
Σβήναν στην απεραντοσύνη.
Δυο μάτια φορτωμένα βροχή
τα κοιτούσαν με απορία.

ΣΚΕΨΕΙΣ

Δεν έρχεται ο παράδεισος σε μας
αν οι καρδιές δε βρουν ανάπαυση στο σήμερα.
Καμιά γαλήνη δε βασίζεται σε μέλλον
που δεν είναι κρυμμένο
μέσα στην τωρινή σύντομη στιγμή.

Ο ζόφος του κόσμου είναι μόνο μια σκιά.
Πίσω της κι ωστόσο προσιτή είναι η χαρά.
Υπάρχει ακτινοβολία και δόξα στο σκοτάδι
φτάνει να μπορούμε να δούμε
για να δούμε αρκεί να κοιτάξουμε.

--------------------------------------
Κρυφάκουσα τον άνεμο απόψε που φυσούσε
σαν πέρναγε ανέμελα μέσα από τα κλαδιά
και μίλαγε ψιθυριστά κι όλο γλυκοφιλούσε
του γιασεμιού τα λούλουδα τα μοσχομυριστά. 

--------------------------------------------
Θα ξελογιάσω τη μνήμη μου
μαζεύοντας σκόρπιες λέξεις.
Θα φτιάξω περιδέραιο ιδεών.
Θα το κρεμάσω στο λαιμό της φαντασίας
κι αυτή θα καμαρώνει
μυρίζοντας την ανάσα τους.

Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

ΕΡΕΙΠΙΑ

Κλείνω τα μάτια και βλέπω
ερείπια γύρω μου.
Σαν κοχύλι λευκό
σπασμένο απ την καταιγίδα
η ψυχή μου αναριγά.
Ο λόγος της ταξιδεύει με τον άνεμο
πάνω στις κύκλιες ράχες των κυμάτων.
Τα θαλασσοπούλια
σκύβουν και τον τσιμπολογούν.
Οι κραυγές των ακούγονται
ως τα πέρατα της γης.
ως την άλλη άκρη του χρόνου.
Ένας υγρός ουρανός
κυλάει στην πόρτα μου.
Η ραγισμένη καρδιά μου
τρεμοσβήνει στον ήχο της βροχής.
Μόλις που προφταίνει να πει
ένα για στο χρόνο.

ΤΙΣ ΩΡΕΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Θα σου τραγουδώ
τις ώρες της σιωπής.
Στα χέρια μου θα χορεύουν
μεθυσμένα πουλιά.
Όταν η νύχτα θα αργεί να περάσει
και το ξημέρωμα θα έχει χάσει το δρόμο του
δυο δακρυσμένα σύννεφα
θα σταλάζουν ελπίδα στη ψυχή μου.
Ένας κρυμμένος ήλιος
θα στείλει μια πονηρή αχτίδα
να ξεγελάσει το σκοτάδι.
----------------------------
Το άρωμα της αθωότητας σου αναπνέω
κι ας βρίσκομαι ανάμεσα σε κόσμο.
Έτσι περνά απαρατήρητη η βουή του χρόνου
χωρίς αυτό το άρωμα θα είμαι χαμένη στο τίποτα.
Έμαθα να σ αγαπώ πριν μάθω να ζω.
Μες στο υπνωτισμένο βλέμμα μου
ήρθες και στάθμευσες.
Έτσι είδα την ομορφιά της αργοπορημένης αλήθειας
πως η αγάπη κρατά στα χέρια της την καρδιά μου.



ΩΡΕΣ ΠΕΡΙΣΥΛΟΓΗΣ

Σταμάτησα να ξεφυλλίζω τις αναμνήσεις.
Όταν η ψυχή δεν έχει χαρακιές
δεν βρίσκει δρόμο να τρέξει ο καημός.
Ένα άδειο σπίτι δε φτάνει μόνο
μια ανθοδέσμη να το στολίσει.
Τι να την κάνω την ελευθερία μου
όταν δεν έχω κάποιον να την διεκδικεί.
Έχει χαθεί το ποδοβολητό της νιότης
Μέσα μου σέρνω όλη την ερημιά του κόσμου.

--
------------------------------------
Φοβάμαι τις ομιλούσες σιωπές.
Μέσα τους κρύβουν τον κόσμο όλον.
Το μέλλον μας είναι αδύνατον
να το αγναντέψουμε.
Θολά παραπετάσματα της μοίρας
το κρύβουν από τα μάτια μας.
Και μεις τυφλά βαδίζουμε
κρατώντας μας από το χέρι η τύχη.
Η ευτυχία χώνεται λαθραία μες τις μέρες μας
για να εξαφανισθεί με τον ίδιο τρόπο.

--------------------------------------
Στις χαρακιές της ψυχής μου
τρέχει ο καημός σου.
βγάλε από μέσα σου
τα μουχλιασμένα όνειρα
κι άπλωσε τα στον ήλιο.

------------------------
Που να ακουμπήσουμε την ευτυχία μας
που να ακουμπήσουμε τη χαρά μας.
Η ψυχή έχει κλειδωμένα μπαούλα
γεμάτα ξένα μυστικά.






Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ

Ότι ήταν δικό μας το ξεχάσαμε
κι ούτε αρχή θα γίνει.
Μια ήρεμη ζωή ζητούσαμε
τη χάσαμε
μα κάποια σπίθα στη καρδιά
δε σβήνει
Εκείνη μας θυμίζει τη φωτιά
που άναψε.
Μα ο καπνός τα μάτια μας
βουρκώνει.
Θολή η μνήμη στις εικόνες
έρχεται
και έναν τοίχο αδιαπέραστο
σηκώνει.
Ξανοίγει ο ουρανός από τα σύννεφα
ένα αεράκι πρόσκαιρο φυσάει
λιγάκι φως στο βάθος διαφαίνεται
να ζωντανέψει η μνήμη τη βοηθάει.
Ο χρόνος άρχοντας ανίκητος.
Μαραίνει ότι ανθίζει.
Συχνά μοιραίος αδυσώπητος
το παρελθόν το αφανίζει.
Και συ ψυχή μου  ανήσυχη
που τριγυρίζεις.
Που νάβρω τόπο μια γωνιά
Ένα ουρανό γαλάζιο
να αντικρίζεις.
Και μία θάλασσα χωρίς
φουρτούνες πια.






.

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

ΚΡΥΜΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ


Πόσο μ αρέσουν οι ζωγραφιές σου Θεέ μου
λίγοι είναι αυτοί που τις συναντούν.
Μην κλείνεις τις χαραμάδες της ψυχής σου.
Άσε να φύγει έξω ο καπνός.
Πρόσφερε την αγάπη σε συσκευασία δώρου
μην φτάσει σαν κραυγή απελπισίας
αθόρυβα πρέπει να φτάσει.
Μην πεις πως είναι αιώνια
θάναι υπόσχεση απατηλής ευτυχίας.
Κρύβω τα όνειρα μου
στα τριαντάφυλλα και τα γιασεμιά
για να μοσχοβολούν πάντοτε.
Το σκοτεινό σου πρόσωπο
πως να το ψηλαφίσω .
Έμαθα να αναγνωρίζω
μόνο την ομορφιά σου.
Μόνο τη μουσική της σιωπής σου
έμαθα ν ακούω.
Κάθε διαδρομή έχει τα δικά της αξιοθέατα.
Το καλό το κακό το σκοτάδι το φως.
μία υπέροχη περηφάνια δεν μπορείς
να την αγκαλιάσεις.
Συχνά η σοφία κρύβεται
κάτω από  έναν τριμμένο μανδύα.


ΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΕΊ

Η νύχτα ακούμπησε στους αγκώνες της.
Μία τεράστια γκρίζα γάζα από σύννεφα
πάνω από τις γκρίζες σκέψεις.
Χαζεύω τ α καντήλια της νύχτας
στα διαλύματα του φόβου.
Η ζωή δεν μ έστησε ήταν ντυμένη διαφορετικά.
δυσκολεύτηκα να την αναγνωρίσω.
Ποιος μπορεί ποτέ να ξεχωρίσει
το σφύριγμα του ανέμου στα γυμνά Πλατάνια.
Τι ωφελούν  τα πετράδια που μαζεύεις
από τις ακρογιαλιές.
Όταν δεν έχεις κάποιον να του τα χαρίσεις.
Ποιος μπορεί να ξεχωρίσει το σύνορο της προσφοράς
από την ιδιοκτησία της προδοσίας.
Υπάρχουν τρόποι που σου μιλάνε ψιθυριστά.
Μα υπάρχει και μια αδιάφορη περιοχή της καρδιάς.

ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ

Τώρα δεν μπορείς να φύγεις
σου το λέω είναι αργά.
Τα φτερά σου μην ανοίγεις
είναι αργά πολύ αργά.

Είναι οι δυο καρδιές μας μία
να την πάρεις δε μπορείς.
Θε να νιώθεις αγωνία
μακριά μου αν θα ζεις

Το ποτάμι δε γυρίζει
όταν προς τα μπρος κυλά.
κι η καρδιά μου ψιθυρίζει
στην καρδιά σου σιγανά.

Μείνε δίπλα μου της λέει
πως θα φύγεις δεν πονάς.
Άκου το αηδόνι κλαίει
την αγάπη όταν ξεχνάς.

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

ΓΙΑ ΌΛΑ ΑΥΤΆ

Για τη βροχή για το καιρό
τον ουρανό και για τ αστέρια.
Την Πούλια τον Αυγερινό
για την αυλή τα περιστέρια.
Για την αγάπη τη χαρά
τη θλίψη μα και το πόνο
για των Αγγέλων τα φτερά
για τη ζωή και για το χρόνο.
Για τα λουλούδια τα βουνά
τη θάλασσα μα και το κύμα
Τα βραδιά και τα πρωινά
το θάνατο τ άδικο μνήμα.
Για τα πουλιά που κελαηδούν
για τη καρδιά και για τα μάτια
για χείλη που γλυκά φιλούν
για ερημιές και μονοπάτια.
Εικόνες και για εκκλησιές
για προσευχές και για καντήλια
μα για κατάρες και ευχές
για δάκρυα και για μαντήλια.
Για τη γυναίκα το παιδί
ταξίδια μακρινά καράβια
τη μάνα το δένδρο το κλαδί
για μια αγκαλιά που έμεινε άδεια.
Για τη φωτιά για το νερό
για τον αγέρα και τον ήλιο
γιά το φεγγάρι τ αργυρό
για του ανθρώπου το βασίλειο
Τη λευτεριά τη φυλακή
για το θυμό για τη γαλήνη
για κοινωνία ιδανική
τον πόλεμο και την ειρήνη.
Για όλα τα ανθρώπινα
και τα φανταστικά
που ο Θεός μας έδωσε
με τόση καλοσύνη
Τα ύμνησαν οι άνθρωποι
τραγούδισαν γι αυτά
με επιθυμία πραγματική
για την αδελφοσύνη.
Άλλοι όμως βαλθήκανε
Τρανοί να καταστρέψουν
τη γη μας και τον άνθρωπο
με τόση αμυαλοσύνη
Κι όλο το κόσμο πια ζητούν
για να τον μετατρέψουν
σ ένα κενό απέραντο
μες στη παραφροσύνη.



ΣΙΝΤΡΉΜΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Έκλεισες δυο σύννεφα μέσα στα δυο σου μάτια
και κείνα στάλαζαν κρυφά μια ατέλειωτη βροχή.
Βάδιζες ολομόναχη σ άγνωστα μονοπάτια
της μοναξιάς σου έβλεπες το χρώμα το σταχτί.

Γκρίζο έγινε τ όνειρο αυτό που είχες κρύψει
μα πέταξε να ενωθεί στο γκρίζο τ ουρανού.
Κι αυτή η ματιά σου η θολή π'ως πάσχιζε να κρύψει
όσα στην όψη ήταν φανερά και ζάλιζαν το νου.

Τρελό χαμόγελο έδυε πριν ανατείλει ακόμα
στα δυο σου χείλη τα υγρά απ τη δακρυοβροχή
που οι λυγμοί σου τράνταζαν το άμοιρο σου σώμα.
Εκείνα σιγοψέληζαν δειλά μια προσευχή

Έψαχνες στα ερείπια για τ άμοιρο παιδί σου
τίποτα δεν απόμεινε σ αυτόν το χαλασμό.
Μάτωνε και εσπάραζε καημένη η ψυχή σου
βλέποντας όλα γύρω σου στις φλόγες στο καπνό.

Αγόρι μου εσύ μικρό ψυχή αγνή καθάρια
πως μπλέχτηκε η ζωούλα σου στου κόσμου τα δεινά.
Τα τρομαγμένα μάτια σου μήπως κοιτούν κουφάρια
που γύρω σπέρνει ο θάνατος κι αφήνει ορφανά

Που νά είσαι μες το χαλασμό και που έχεις χαθεί
μονάχο και παντέρημο στη κόλαση στη φρίκη
Θεέ μου βοήθησε να ζει μην έχει σκοτωθεί
και η ζωή μου ολάκερη σε σένα θα ανοίκει.

Πουλάκι μου εσύ μικρό καρδούλα τρομαγμένη
Πόσα είδαν τα μάτια σου σε μία νύχτα μόνο
Νόμιζες θα φτερούγιζες σ όλη την οικουμένη
ματηνκακία γνώρισες τη φρίκη και τον πόνο.





Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

ΜΥΣΤΙΚΑ

 Χλαμύδα πορφυρή ντύθηκες πάλι.
Κρυμμένα έχεις αναφιλητά
Το δάκρυ σου δροσιά στο προσκεφάλι
κι οι σκέψεις σου πουλιά ταξιδευτά.

Ανήσυχος ο ύπνος σου έχει γίνει.
Τα ονείρατα νεράιδες μακρινές
Πασχίζεις ναύρεις μέσα σου γαλήνη
στο σήμερα στο αύριο στο χθές.

Ξερό κλαδί πεσμένο κει στο χώμα.
Βραδιές ολάκερες έμεινες στη βροχή
κορμί ανήμπορο με τη ψυχή στο στόμα
Τη λύτρωση ζητάς στη προσευχή.

Η ΣΚΙΑ ΣΟΥ

Ως ένιωσα τ ανάλαφρο
γρήγορο βάδισμα σου
σαν αγέρας που πέρασε
θρόισμα της ψυχής.

Το στερνό το απόβραδο
πρόφτασα τη ματιά σου
το τραγούδι τ ανέμελο
άκουγα της βροχής.

Μα σαν κοίταξα γύρω μου
η σκιά σου εχάθη
χαλασμός κι αστραπόβροντα
στης καρδιάς μου τα βάθη.