Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

AΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Κρίμα που ήρθες κιν άφησες
λίγα λουλούδια μόνο.
μπροστά στη πόρτα κι έφυγες
να μπεις δεν είχες χρόνο.
Μια κάρτα επίσης έγραφε
σε αποχαιρετάω.
Πρέπει να φύγω βιαστικά
μακριά έχω να πάω.
Σ αφήνω τα λουλούδια αυτά
πάντα να σου θυμίζουν
έστω και αν θα μαραθούν
έστω κι αν δε μυρίζουν
σε μία άκρη βάλε τα
μέσα σε ένα βάζο
θε να σου λένε σιωπηλά
αγάπη δεν αλλάζω,
Θα σ έχω πάντα στη καρδιά
και πάλι θα γυρίσω
κι αν φεύγω τώρα μακριά
κοντά σου θε να ζήσω.
Κάνε λιγάκι υπομονή
μόνη δε θα σ αφήσω
έτσι όπως φεύγω βιαστικά
έτσι θε να γυρίσω.
Δάκρυ πικρό να μην χυθεί
απ τα γλυκά σου μάτια
αν μου το φέρει άνεμος
θα γίνω δυο κομμάτια.
Κι αν φεύγω τόσο βιαστικά
δε θέλω ν αντικρίσω
τα δυο σου μάτια τα γλυκά
γιατί θε να δακρίσω
και η καρδιά μου δε βαστά
τόσο μεγάλο πόνο
αφού θα ζούμε χωριστά
δεν ξέρω πόσο χρόνο.

Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

ΔΕΝ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΠΟΤΕ Η ΨΥΧΗ

Όσο κι αν θέλεις να κρυφτείς
να κρύψεις όσα πιο πολλά μπορείς
αυτά που σ έχουνε πληγώσει
μία σου λέξη αν θα πεις
ο απέναντι σου θα το νιώσει.

Δεν κρύβεται ποτέ η ψυχή
δεν προσποιείται δεν αλλάζει
πληγώνεται με μια ματιά
και κάθε πόνος την τρομάζει.

Μ ένα χαμόγελο ξεχνά
πληγώνεται με κάθε πίκρα
και όσος χρόνος κι αν περνά
όλο στα ίδια τριγυρνά
στου πόνου πιάνεται τα δίχτυα.

Δεν η μπορεί ν απαλλαγεί
νιώθει σαν μέσα στο κλουβί
όσο και αν το προσπαθεί
το δρόμο μόνη θα διαβεί.

Νύχτα που πέρασες κι απόψε
ξάγρυπνη μ άφησες και πάλι
πόσα δεν έφερες στον νου μου
τ ακούμπησες στο προσκεφάλι.

ΘΑΛΑΣΣΑ

Πως λαμπυρίζεις Θάλασσα
σαν καθαρό ασήμι
από του ήλιου το φιλί
που απλόχερα σου δείνει

Σαν σμίγεις στον ορίζοντα
με τ ουρανού το χρώμα
γίνεσαι ένα με αυτόν
λες κι είσαι ένα σώμα.

Κι όταν τη νύχτα σε φιλά
το αργυρό Φεγγάρι
όλου του κόσμου η ομορφιά
δεν έχει τη δική σου χάρη.

Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

ΑΣΕ

Άσε να φαντάζομαι το τότε
σαν να το ζω ξανά απ την αρχή.
Έτσι μονάχα ισορροπώ σ αυτόν το κόσμο.
και η ζωή μου φαίνεται να διαρκεί.
άσε να ελπίζω πως τίποτα δεν άλλαξε
και πως φθορά δεν υπάρχει.
Άσε να πιστεύω πως υπάρχουν όνειρα
που δεν χάνονται στα σύννεφα.
Πως θα πάρουν την ψυχή μου μαζί τους
στον παράδεισο..
Ας μη βουλιάζω στη θλίψη για τα χαμένα
καλύτερα οι ψευδαισθήσεις
πως ο χρόνος μένει ακίνητος.

ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΠΑΡΑΘΥΡΙ

Ο ήλιος πέφτει στο δικό σου παραθύρι
 και το γεμίζει με ολόχρυσα στολίδια
φεγγοβολούν σαν ρόδα στο λιοπύρι
μες στων κλαδιών τ ολότρεμα παιχνίδια.

Και καρτερώ να δω εσέ την ίδια
μπρος στο αγιόκλημα σου να προβάλεις
και στα σγουρά σου τα μαλλιά σαν δαχτυλίδια
λουλούδια απ το αγιόκλημα να βάλεις.

Και τα ολόχρυσα αυτά μαλλιά σου
κυματιστά να πέφτουνε με χάρη
επάνω στα κερένια μαγουλά σου
να λάμπουν σαν ατόφιο κεχριμπάρι..

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

ΣΑΝ ΑΝΕΜΟΙ ΦΥΛΑΚΗΣΜΕΝΟΙ

Δεν μπορώ να συγκρατήσω τους λογισμούς μου
ξεχύθηκαν σαν άνεμοι φυλακισμένοι
σάρωσαν την ανυπεράσπιστη ψυχή μου
πιο κάτω το σκοτάδι περιμένει.
Δεν μπόρεσα τη λύπη μου να φυγαδεύσω
μέσα στα φυλλοκάρδια μου έχει κουρνιάσει
κούφιες ελπίδες τρομαγμένες απάνωθέ μου
τρέχει ο νους μου απελπισμένος να τις πιάσει.
Σαν φύλλα φθινοπωρινά οι αναμνήσεις
που πέσαν μαραμένα απ το χρόνο
όνειρα που διαλύθηκαν σαν σύννεφα κυνηγημένα
και γώ όλο και πιο κοντά στο θάνατο σιμώνω,

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

ΕΝΑΣ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ

Ένας φτωχός περαστικός
κάθισα εδώ κοντά σου
ψάχνω να βρω ένα πέρασμα
να μπω μες στη καρδιά σου.
Συνήθισα τα βάσανα
ν ακούω εγώ του -κόσμου
και να κερνώ μες στις ψυχές
γλυκιά παρηγοριά.
Έλα και λίγο αλάφρωσε
τη θλίψη σου εντός μου
να λάμψη στα δυο μάτια σου
ξανά η ξαστεριά.
Σε έδειρε στο διάβα της
άγρια ανεμοζάλη.
μη χύσεις δάκρυ πια πικρό.
Όποια κι αν είναι η θλίψη σου
θάρθει και ποιο μεγάλη
όλα εγώ τα γεύτηκα
από παιδί μικρό.

Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

ΓΗ ΜΟΥ

Θέλω πια να φύγω
κάπου μακριά
τα φτερά μου ανοίγω
πρώτη μου φορά.

Δεν μπορώ να ζήσω
σε μια φυλακή
θέλω να γνωρίσω
κάποια άλλη γη.

Γη μου και πατρίδα
πόσο σε πονώ
ξένη όμως σε οίδα
ετούτο τον καιρό.

Διώχνεις τα παιδιά σου
απ την αγκαλιά
φεύγουν μακριά σου
για να βρουν δουλειά.

Μια θηλιά τους βάζεις
γύρω στο λαιμό
και τους αναγκάζεις
στον ξενιτεμό.




ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ

Όσα περνάει ο καιρός
και η καρδιά βαστάει
πως να τ αντέξω όμως πως
που ο χρόνος με γελάει

Ο δρόμος είναι σκοτεινός
και φώτα πια δεν έχει
ποιος νάναι τάχα ο σκοπός
που ο νους μου όλο τρέχει.

Το μέλλον του χαμογελά
μα η καρδιά διστάζει
τα πόδια της δεν παν μπροστά
γι αυτό πίσω κοιτάζει.

Νιώθει πως πέρασε ο καιρός
αφού μετρά τα χρόνια
της νιότης της ο θησαυρός
έχει γεμίσει χιόνια.

Σταφιδιασμένο μου κορμί
νιώθει η ψυχή σου νέα
έκανες τόσες διαδρομές
στα χρόνια τα ωραία.

Έτσι  λοιπόν αφού έζησες
χάρηκες τη ζωή σου
θα φύγεις πλήρης ημερών
μην κλαις για τη θανή σου.





Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

ΕΝΑ ΦΥΛΑΡΑΚΙ

Ένα φυλλαράκι μοναξιάς
ακούμπησε στην καρδιά μου απόψε
η σιωπή φίλησε το μεταξένιο
μαξιλάρι της σιωπής.
Άκουσα τους χτύπους της καρδιάς σου.
η φωνή σου πλήγωνε τα σύννεφα.
κι έβαζε ουρές στα όνειρά μου.
Ήσουν απέναντί μου και σε κοίταζα.
Τα μάτια σου ζωγράφιζαν
γαλαξίες στο σκοτάδι.
Σμίλευα με τη γλώσσα μου τ όνομά σου.
Να το προφέρω προσπαθούσα.
Μέσα στ αχνόραμα της νύχτας,
το αντιφέγγισμα των αστεριών
μετέβαλε τη γη σε λουλουδένιους κάμπους.
Άνθισαν στα στήθη μου
μύρια λουλούδια αγάπης.
Θα σου τραγουδώ τις ώρες τηε σιωπής
όπως απόψε που αγκαλιάζει το είναι μου.

ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Ένα αγκάθι τρύπησε την καρδιά μου.
Πόνεσα. Από χέρι που αγάπησα την πλήγωσε.
Και τώρα που η πληγή αιμορραγεί
δε βρίσκω χέρι να τη γιάνει.
Σαν γέρικο κλαδί σπασμένο στον κόσμο της σιωπής
νιώθω το σώμα μου να γέρνει αβοήθητο.
Η φλόγα της επανάστασης έσβησε
και τα κεριά της ψυχής μου λιωμένα.
Όνειρα δε βρήκαν ουρανό να πετάξουν
Κι εγώ ένα μικρό πουλί που βγήκα απ τη φωλιά μου
κάθισα σε ψηλό κλαδί και μάτωσε η καρδιά μου.
Είδα τον κόσμο αλλιώτικο απ ότι φανταζόμουν
μόνο το ψέμα έβλεπα αλήθεια ονειρευόμουν.
Σαν το νεράκι της πηγής σαν τη δροσιά τ αγέρα
σαν γλυκοχάραμα αυγής βασίλεμα της μέρας
έτσι όλα τα γεύτηκα σε μια στιγμή στο χρόνο
σαν να τα ονειρεύτηκα σε μία νύχτα μόνο..

ΓΡΑΜΜΑ ΜΙΑΣ ΜΑΝΑΣ

Πόσα θέλω να σου πω
μα δεν τολμώ ν ανοίξω τα χείλη.
Φράζει ένας κόμπος τον ήχο
και η φωνή μου πνίγεται.
πριν ξεκινήσει να βγει.
Απλός θεατής στο έργο της ζωής σου.
Δύσκολος ο δρόμος σου
και συ περπατάς περπατάς ασταμάτητα.
και γω  πονώ συνεχώς βλέποντας σε.
 Πόσα εμπόδια προσπερνάς
με την κούραση ζωγραφισμένη
στο πρόσωπό σου.
Δεν έχω τρόπο να σε βοηθήσω.
Μόνο μερόνυχτα προσεύχομαι για σένα.
Φυλακίζω τα δάκρυά μου για να μην τα δεις.
Κάποιες φορές ένα χαμόγελο
πάει να φωτίσει το πρόσωπό σου
μα μένει στα μισάνοιχτα χείλη.
Ο σταυρός σου πολύ βαρείς
πόσο να τον αντέξεις ακόμη.

  • Ρωτάω μα απάντηση δεν παίρνω.

Ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ

Ω πάλι χιόνι στη ψυχή
τη σκέψη πνίγω
θόλωσε πάλι η ματιά
δάκρυ καυτό αργοκυλά
πως να ξεφύγω.

Προς τι να βγω στο ξέφωτο
μιας κι έπεσε ο κεραυνός
σε κάθε κρυφή ελπίδα
και μούσκεψε το κάθε τι
μια άγρια καταιγίδα.

Μέσα μου ξεψυχήσανε
όλες οι αναμνήσεις
στον νου μου κείτονται νεκρές
σαν φθινοπώρου φύλλα
που μαραμένα πέφτουνε
από των δένδρων τις κορφές
Ριγώ και νιώθω μέσα μου
θανάτου ανατριχίλα.



Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

XAMENΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ

Πόσες χαμένες ευκαιρίες
χάνονται μέσα απ τη ζωή μας
κι άγραφες πόσες ιστορίες
μένουνε μέσα στην ψυχή μας.

Πόσα χαμένα μυστικά μας
δεν βλέπουνε της μέρας φως
είναι θαμμένα στη καρδιά μας
τα συνοδεύει ο λυγμός.

Όνειρα πόσα παραμένουν
μέσα στον νου μας κατοικούν
φτερά δεν έχουν να πετάξουν
και κάποια μέρα θα χαθούν.

Όλα μπορούνε να συμβούν
χωρίς εσύ να το γνωρίζεις
κι όταν οι άλλοι σιωπούν
εσύ μονάχος να δακρίζεις..

Θα είναι αργά πολύ αργά
ν αλλάξεις ότι σε πονάει
κι αν ο καιρός γοργά περνά
πίσω όμως πλέον δε γυρνάει.

Και μεις τραβούμε σ ανηφόρες
με το φορτίο μας στο ώμο
κι ας μας χτυπούν βοριάδες μπόρες
έχει ο καθείς δικό του δρόμο.

Κι όταν το τέρμα μας  θα δούμε
θα βρούμε εμπόδιο τρανό
μια επιγραφή ψηλά θα γράφει
από δω  πάει στον ουρανό.







Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

MΙΑ ΗΡΕΜΗ ΖΩΗ

Ότι ήταν δικό μου το έχω ξεγράψει
κι ούτε αρχή ξανά θα γίνει.
Μια ήρεμη ζωή ε ζήτησα την έχω χάσει
μα κάποια σπίθα στη καρδιά δε σβήνει.
Εκείνη μου θυμίζει τη φωτιά που άναψε
μα ο καπνός τα μάτια μου βουρκώνει
θολή η μνήμη στις εικόνες σκόνταψε
και τοίχο αδιαπέραστο σηκώνει.
Ξανοίγει ο ουρανός τα μαύρα σύννεφα
ένα αεράκι δροσερό φυσάει.
Λιγάκι φως στο βάθος διαφαίνεται
τη μνήμη να ζωντανέψει αποζητάει.
Λόγια που απομείνανε στου στοχασμού την άκρη
άσπρες σελίδες της ζωής εμμείνατε
δε κύλησε πάνω σας ποτέ ένα δάκρυ.
Ποτέ δε γράφτηκε πάνω σας μια λέξη
Έτσι νεκρές ε διάλεξα να μείνετε
στου τάφου τη γαλήνη ένας σταυρός
το μόνο του ξαπόσταμα του λογισμού καιρός


ΣΑΝ ΤΟ ΠΟΥΛΙ

Σαν το πουλί βαραίνουν τα φτερά μου
η έρημη ζωή τάχει λυγίσει
χαράς πνοή δεν έχει αφήσει
στα σύννεφα πετάξανε τα όνειρά μου.

Και σκεφτικός βαδίζω πια το δρόμο
τι τάχα απ όλα αυτά να έχει μείνει
ένα δισάκι πίκρες κουβαλώ στον ώμο
να ξαποστάσω τώρα θέλω τη γαλήνη.

Λίγες χαρές μου μείναν στη πορεία
αυτές αξίζει τώρα να θυμάμαι
να τις διηγούμαι σαν παλιά ιστορία
μ αυτές τα βράδια ήσυχα πια να κοιμάμαι.

Και σαν στο τέλος του ο δρόμος θάχει φτάσει
θ αφήσω πίσω αυτά που με κουράσαν
ποιος ξέρει ο νους  τάχει ξεχάσει
η τα θυμάται όσα περάσαν.

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ

Να γράψουν όλοι θέλουνε
δική τους ιστορία.
Μα όταν μεγαλόσουνε
σ αυτή τους την πορεία
δε φάνηκε πως η αυγή
με ήλιο θ ανατείλει
τους μπέρδευε τα βήματα
ένα μικρό καντήλι.
Και κάπου κάπου έστεινε
καρτέρι το σκοτάδι
αφού μόνοι γυρίζανε
να βρουν ένα σημάδι.
Να βρούνε ένα οδηγό
έστω ένα μονοπάτι
μα από παγίδες η ζωή
Θεέ μου είναι γεμάτη.




ΘΑ ΗΘΕΛΑ

 Θα ήθελα το χέρι σου
ν ακουμπήσει στη καρδιά μου.
Θα έχω κλειστά τα θαμπωμένα μου μάτια.
 Πιάσε με τα δάχτυλά σου
το δάκρυ που κυλάει αργά.
κάτω από τα κλειστά βλέφαρα
και τότε θα νιώσεις τη φορτούνα
και τη φωνή της πνιγμένης καρδιάς μου.
Από την αφή των χεριών σου
θα νιώσει η καρδιά μου
το δικό σου άγγιγμα.
και τότε η φορτούνα
ίσως κοπάσει μέσα της.



ΟΙ ΝΕΟΙ

Απελπισμένοι  .οι νέοι αφήνουνε τη γη τους
Με μια αβέβαιη ελπίδα φορτωμένοι.
Αθέλητη από κείνους η φυγή τους
από την ίδια την πατρίδα τους .διωγμένοι.

Με μάτι αδειανό και βήμα τσακισμένο
τους σπρώχνει η μοίρα μαη ψυχή πίσω τους γυρίζει,
ότι ονειρεύτηκαν το είδαν προδομένο
Σειρήνα η ξενιτιά στ αυτί τους ψιθυρίζει.

Το πλοίο χάνεται στ απείρου το σκοτάδι
βουλιάζουν οι ψυχές μέσα στη θλίψη
να ξαστερώσει ο ουρανός δε βλέπουνε σημάδι
και η αυγή το πρόσωπό της έχει κρύψει.

Τ νιάτα φέρανε ως του γκρεμού το χείλος.
Στα στήθια τους παράπονο μια ανοιχτή πληγή.
Ζει στην ψευδαίσθηση ο γείτονας κι ο φίλος
παράδεισο ονειρεύονται την ξένη γη.

Με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά τους
οι μάνες έρμες μένουνε μονάχες.
Ξεπροβοδούν στα ξένα τα παιδιά τους
αντί για την πατρίδα για τη ζωή τους θα δώσουν ε τις μάχες.

Ποιος θα σ ακούσει όσο κι αν φωνάζεις
και σε ποιους τόπους το δίκιο σου θα βρεις.
Κι αν με τα βρόχια της οργής σου θα σπαράξεις
για όσα σε πνίγουν σε πονούν να διώξεις δεν μπορείς..



Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

ΜΗ ΦΥΓΕΙΣ

Όλο στροφές είναι ο δρόμος της φυγής.
Δεν ξέρω σε πιο μονοπάτι βαδίζεις.
Όσο μακριά κι αν πας
πάντα θα θες να γυρίσεις πίσω.
Πως μπορεί ν αποχωριστεί η καρδιά
τα λάθη της.
Ίσως αν τα αναγνωρίσει πρώτα.
Μαστιγώνει τους δρόμους η βροχή
Τα δάκρυά σου μαστιγώνουν το πρόσωπο.
Δυο γαλάζιες λίμνες τα μάτια σου
δεν αντέχουν την φουρτούνα της ψυχής.
μην αφήνεις την ψυχή σου ξυπόλητη
ρακένδυτη να τριγυρνά στις ρούγες.
Θ αφήσεις πίσω σου πολύτιμες αποσκευές.
Θα ονειρεύεσαι να γυρίσεις
στους σταθμούς που αγάπησες.
Μη νυχτωθείς εκεί που θρηνεί η ψυχή σου.
Έχασες κάτι που δεν είχες ποτέ.
Μη χάσεις τα ναύλα του ονείρου.
Άσε την ψυχή σου να τερματίσει
μ.εσα σ αυτή την ψευδαίσθηση..

ΑΝΟΙΞΗ

Άνοιξη όλο χαμόγελα
σκορπάς σ όλη τη πλάση
και τη στολίζεις χρώματα
μ αρώματα τη ραίνεις
Στου ήλιου το ξεφάντωμα
η φύση θα γιορτάσει
μα είσαι τόσο βιαστική
διόλου δεν περιμένεις.