Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

OI ΔΡΟΜΟΙ.

Οι δρόμοι που βαδίσαμε αχάραχτοι
το τέρμα τους αδήλωτο στο χάρτη.
Αμέτρητα τα στοπ μας εμποδίζανε
και ψάχναμε να βρούμε μονοπάτι.

Πικρή η αλήθεια κι όμως τη γυρεύαμε
το ψέμα εφιάλτης στη ζωή μας
χαμένες μας ελπίδες ζητιανέυαμε
πριν έρθει ακάλεστη η καταστροφή μας.

Τα χρόνια που περνούσαν σημαδεύανε
το πρόσωπό μας δείχνει τη σφργίδα
Στον ύπνο τα όνειρά μας μας παιδεύανε
και μεις αναζητούσαμε ελπίδα.


Στις μνήμες αντιστέκεται η θλίψη μας
σε κείνα που μας άνοιξαν το δρόμο
καθώς γυμνοί βαδίζαμε αμάθητοι
με το σακί της άγνοιας στον ώμο.

Και τώρα που ο ήλιος εβασίλεψε
γεμάτη χρώματα είναι η δύση
απ όλα εκείνα που χαθήκανε
το αποτύπωμα η ζωή έχει αφήσει.

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Τα μάτια αναζητούν
χρωματιστές .εικόνες.
Στα φύλλα της καρδιάς
γράφονται ωχρές αναμνήσεις.
Σκιρτά η ψυχή στη θύμησή τους.
Ένα αόριστο χαμόγελο ζωγραφίζεται
στα ωχρά χείλη του φθινοπώρου.
Κάπου κάπου ξεχασμένες ηλιαχτίδες
αφήνουν να προβάλουν τα σύννεφα
από τις ρωγμές τ ουρανού.
Ψιλοβρέχει.
Οι στάλες του απαλές νότες
μιας ρυθμικής μουσικής.
πάνω στις λαμαρίνες του υπόστεγου.
σκορπούν μια μελαγχολία τριγύρω.
Στην οθόνη της ψυχής μας
χάθηκε η εικόνα τ ου Καλοκαιριού.
Τέλος  εποχής αρχή μιας άλλης.

ΑΟΡΑΤΟΙ ΑΝΕΜΟΙ

Την ψυχή φυλάκισαν αόρατοι ανέμοι
έσβησε το άφωνο παράπονο του βλέμματος σου
η καρδιά ανήμπορη μονάχη τρέμει
τρομαγμένα πουλιά φτερουγίζουν εντός μου.

Κι  όλα αυτά δίχως λόγο κανένα
λυσημέριμνος ύπνος ας έρθει
κι ας τα πάρει μακρυά από μένα
να χαθούν στου ονείρου τη μέθη.

Με κουρέλια της τρέλας ντυμένος ο πόνος.
Ένα τρένο φορτωμένο με ψέμα
μηχανή χαλασμένη ο χρόνος
προχωρεί σ ένα άγνωστο τέρμα.

ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ

Είχα ένα όνειρο για οδηγό
ο σύντροφος ήταν στη ζωή μου.
Μα τώρα νιώθω πως ναυαγώ
γιατί με άφησε η δύναμή μου.

Και συ χαμένος στο πουθενά
ο εφιάλτης στα όνειρά μου
που κάθε βράδυ με τυραννά
δε βρίσκω λύση στο πρόβλημά μου.

Σε μία κάμαρη βουβή
χωρίς φωνή η έναν ήχο
η μόνη μου ανταμοιβή
ο χτύπος του ρολογιού στον τοίχο.

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

ΛΙΜΝΕΣ

Λίμνες φωλιάζουν στα δυο μάτια σου
έχουν φουρτούνες τα νερά τους.
Σαν ξεχειλίζουν απ- τα βλέφαρα
μουσκεύουν ε τα μάγουλά σου.

Είναι τα χείλη σου δυο άλικα
ροδόφυλλα θαρρώ κομμένα
από τριανταφυλλιά βελούδινη
που χέρι τα έκοψε για σένα.

ΛΙΜΝΕΣ

Λίμνες φωλιάζουν στα δυο μάτια σου
έχουν φουρτούνες τα νερά τους
σαν ξεχειλίζουν απ τα βλέφαρα
μουσκεύουν ε τα μάγουλά σου.

Είναι τα χείλη σου δυο άλικα
ροδόφυλλα θαρρώ κομμένα
από Τριανταφυλλιά βελούδινη
που χέρι τα έκοψε για σένα.

ΤΟ ΔΕΝΤΡΙ.

Έγειρε το δεντρί στο κήπο
απ τη μανία του βοριά
και ρυθμικά ακούω τον χτύπο
που βγάζε μέσα απ την καρδιά

Πόνος βαθύς κι απελπισία
στη δύνη τ άστατου καιρού
φωνή σπαρακτική ικεσία
θραύσματα λύπης σπαραγμού

Έχει και το μικρό δεντράκι
μία καρδούλα που χτυπά
ας το νοιαζόμαστε λιγάκι
αν η καρδιά μας τ αγαπά.

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016

H ΑΓΑΠΗ

Ας μη ρωτάς για την Αγάπη
το χρώμα της να σου το πω
όποιος τη βάζει στη καρδιά του
την έχει πάντα φυλαχτό.
Και αν τη δώσεις δεν την χάνεις
γιατί ειν ατέλειωτη αυτή
μένει για πάντα στη καρδιά σου
την κάνει πάντα δυνατή.
Η αγάπη όλα τα σκεπάζει
όλα τα κάνει αληθινά
όποιος την έχει δεν τον νοιάζει
ακόμη κι αν αυτός πονά.
Παρηγοριά σε όλους δίνει
σε πονεμένους και φτωχούς
κάθε φωτιά αυτή τη σβήνει
η συντροφιά στους μοναχούς.
Όποιος την έχει φυλαγμένη
και δεν τη δίνει την κρατά
είναι η αξία της χαμένη
δεν θα τη βρει αν τη ζητά.


ΠΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ.

Πόσα χρόνια περπατάς
κάτω απ τη βροχή.
Κι ένας ήλιος σ έβλεπε
πάντα μοναχή.
Και τις νύχτες που έβλεπες

κοίταζες  τα άστρα
μόνη ονειρευόσουνα
πύργους κήπους κάστρα.
Σαν την άνοιξη άνθιζε
ο κήπος το περβόλι
μόνη πάλι ήσουνα
και αντάμα όλοι.
Καλοκαίρι ερχότανε
είχες μια ελπίδα
στον καθρέφτη κοίταζες
άλλη μια ρυτίδα.
Κι όταν το φθινόπωρο
πέφτανε τα φύλλα
η καρδιά σου ένιωθε
μια ανατριχίλα.
Το χειμώνα που έπεφτε
το χιόνι κι ήταν κρύο
μόνη πάλι ήσουνα
δίπλα ένα βιβλίο.
Δίπλα σου ήρθε κάθισε
σιωπηλά ο χρόνος
σου ψιθύρισε κρυφά
δεν θα φύγω μόνος.

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

ΤΟ ΣΠΟΥΡΓΙΤΙ.

Μικρό σπουργίτι παγωμένο
ήρθες στη πόρτα μου μπροστά
κακόμοιρο και πεινασμένο
να νιώσεις λίγο ποιο ζεστά.

Απ το παράθυρο σε οίδα
κι έτρεξα αμέσως να σ ανοίξω
ψίχουλα λίγα να σου ρίξω
μες στο σκοτάδι μια αχτίδα
πνοή ζωής να σε φυσήξω.

Ξεθαρρεμένο ήρθες κοντά μου
την πείνα σου για να χορτάσεις
δίχως το φόβο στη καρδιά σου
το χέρι εκείνο μη σε πιάσει
σα δόλωμα να σε σκεπάσει.

Αφέθηκες μ εμπιστοσύνη
στα δυο μου χέρια να σ αγγίζω
και με χαρά να σε ταίζω
τα μάτια σου μ ευγνωμοσύνη
με κοίταζαν την ώρα εκείνη.

Μετά σε πήρα μες στο σπίτι
να σε ζεστάνω εκεί στο τζάκι
να σταματήσουν ποια λιγάκι
οι χτύποι της μικρής καρδιάς σου
μικρό φτωχό μου εσύ σπουργίτι.

ΔΕΗΣΗ

Κράτα με γερά απ το χέρι
μη μ αφήνεις να παραπατώ.
Ίσως αν θα πέσω ποιος το ξέρει
θα μπορέσω άραγε να σηκωθώ

Μη μ αφήνεις  ούτε να σκοντάψω
ίσως να χτυπήσω σοβαρά
κι αν πολύ πονέσω μα κι αν κλάψω
μήπως τότε θάναι ποια αργά

Κράτα με απ το χέρι μη μ αφήνεις
σ έχω ανάγκη κάθε μου στιγμή
ότι σου ζητώ πάντα μου δίνεις
μη μ αφήνεις μη μ αφήνεις μη.

Είμαι άνθρωπος και συ ο Θεός μου
είμαι αδύνατος και συ είσαι δυνατός
είμαι στο σκοτάδι και είσαι συ το φως μου
θα είμαι πάντα δούλος σου πιστός.

Η ΛΕΥΚΑ.

Η λεύκα σείεται
απ τ ανέμου το χάδι
τα φύλλα πέφτουνε
πέφτει το βράδυ
κι η παγωνιά.

Στ άδειο παράθυρο
μια λάμπα φωτίζει
κι η κόρη δακρύζει
στην ερημιά.

Ο δρόμος ειν έρημος
κανείς δε διαβαίνει
κι αυτή περιμένει
στη λησμονιά.

Τακ τακ ακούγεται
έξω απ τη πόρτα
ποιος είναι ρώτα
λέει μια φωνή.

Η κόρη άνοιξε
έξω σκοτάδι
έρημο βράδυ
πέφτει βροχή,

Είναι ο αγέρας
που δυναμώνει
η κόρη παγώνει
κανείς να φανεί.




ΚΑΚΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ. 1951

Κακό φθινόπωρο πως ήρθες πάλι
Τα νέφη σκέπασαν τον ουρανό.
Ψιλή βροχούλα έπιασε πάλι
και ξάφνου άρχισε μπουμπουνητό

Τα φύλλα πέφτουνε κιτρινισμένα
άδεια πια μένουνε και τα κλαδιά.
λες κι ένα σάβανο βάλαν σε μένα
γυμνή μου έμεινε και η καρδιά.

Το χώμα μύρισε της γης η άχνα
θανάτου μήνυμα σαν να δυλεί
μέσα στα στήθη μου άρχισε η βράχνα
και του θανάτου προβάλει  η απειλή.

Κακό Φθινόπωρο ήρθε ετούτο
μαζί του έδυσε και η χαρά
τώρα τη λύπη μου έχω για πλούτο
μαζί του έφερε τη συμφορά.

Μαζί του έδυσαν και οι ελπίδες.
όλα βυθίστηκαν στη λησμονιά
Τις πονεμένες μου βλέπω ρυτίδες
να μ αυλακώνουν με απονιά.


Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

ΤΟ ΝΗΣΊ.

Γύρισα στο σπιτάκι μου το πολυαγαπημένο
Που χρόνια τώρα έλειπα εκεί μακρυά στα ξένα
κι  ήβρα το σπίτι έρημο με χόρτα σκεπασμένο
βρήκα και τα θεμέλια απ το χρόνο γκρεμισμένα.

Που είναι τα τόσα όνειρα που έπλαθα τα βράδια
σαν το Φεγγάρι σκόρπαγε στη λάμψη του ασήμι
και γιόμιζε με χρώματα και γιόμιζε με χάδια
θάλασσες κάμπους και βουνά πως έρχονται στη μνήμη

Που τα καράβια που έβλεπα στο μόλο αραγμένα
κι άλλα ετοιμοκίνητα ταξίδευαν για χώρες
μου μοιάζανε σαν ξέμακρα πουλιά κινηγιμένα
να δέρνονται στα κύματα της θάλασσας τις μπόρες.

Που τ ακρογιάλι που έπαιζα με τα λευκά πετράδια
παιδάκι ήμουνα μικρό με φίλαγε το κύμα
Φαγώθηκε απ τον καιρό απ του βοριά τα χάδια
και έμεινε ανίσκιωτο  καταραμένο κρίμα.

Που είναι η θάλασσα κι αυτή δε μοιάζει σαν και τότε
που με γλυκονανούριζε   μ ανέκφραστη  ηρεμία
τώρα αγρίεψε κι  αυτή και μοιάζει πότε πότε
θηρίο σαν απότομα την πιάνει  τρικυμία.

Του φθινοπώρου έφτασε μες στη ψυχή μου η ώρα
της νιότης το ροδόχρωμο λουλούδι μαραμένο
κάθε παλιό μου έμεινε λησμονημένο τώρα
και χάθηκε κάθε όνειρο που είχα αγαπημένο.




Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

ΑΠΟΨΕ

Γιορτάζω απόψε
μα όλα μοιάζουν ξένα.
Τριγύρω κοιτάζω
δε βλέπω εσένα.
Κι εγώ νιώθω λείπω
η γιορτή δε μου πάει
της καρδιάς μου τον χτύπο
η ψυχή μου μετράει.