Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ

Ψηλός με τα πλατιά του φύλλα
εδέσποζε μες στην αυλή.
Πέντε ανθρώποι άνοιγαν χέρια
για ν αγκαλιάσουν το κορμί

Είχε απλωμένες του τις ρίζες
βαθιά στο χώμα της αυλής
μικρά τριγύρω απ το κορμί του
κρυφτό επαίζαμε εμείς.

Κάτω απ τα δασιά του φύλλα
κρυβόμαστε τ σκιερά
του ήλιου η κάψα μη μας έυρει
μας χάριζε τόση δροσιά.

Όσπου μια μέρα που είχε κρύο
έφερε μπόρα και βροχή
κόπηκε ο πλάτανος στα δύο
από μια τρομερή βροντή.

Τον χτύπησε αστροπελέκι
έκοψε όλα τα κλαδιά
κουφάρι τώρα μόνο στέκει
έγινε η αυλή μιά ερημιά.

Νοιώσαμε ορφανά και μόνα
δίχως του Πλάτανου τη σκιά
χάσαμε πιά και την κρυψώνα
βουβάθηκε η γειτονιά.

Περάσαν όμως λίγα χρόνια
κάποια ημέρα ένα πρωί
δειλά βγήκαν δυό τρία κλωνιά
στο ίδιο μέρος στην αυλή.

Ήταν του Πλάτανου κλαδάκια
από τις ρίζες τις βαθιές
σαν μεγαλώσουν άλλα παιδάκια
θα παίζουν κάτω απ τις σκιές.

Θα απλώσουν πάλι τα κλαδιά του
σαν χέρια μάνας στοργικής
που προστατεύει τα παιδιά της
από τις μπόρες της βροχής.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου