Σάββατο 30 Μαΐου 2015

Ο ΛΗΘΑΡΓΟΣ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ

Ένα ηλιοβασίλεμα
γεμάτο μελαγχολικά χαμόγελα.
Αν αφουγκρασθείς
ακούς τον ήλιο ν ακουμπά τους λόφους.
Η ζωή είναι ένα κοχύλι εύθραυστο.
Σαν καράβι ολοφώτιστο
αρμενίζει η ψυχή μου
πάνω σε μια σκοτεινή θάλασσα.
Σε πιο λιμάνι θα ξημερώσει άραγε.
Αφουγκράζομαι τη σιωπή.
Νανουρίζει τις σκέψεις μου
και κείνες τρέχουν
στο θόρυβο των αναμνήσεων.
Προσπαθούν να με ξυπνήσουν
από τον λήθαργο της λήθης.


ΟΔΗΠΟΡΙΚΟ ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ

Είπες πως θα είναι για πάντα                                        .                        
μια αγάπη που άνθησε σε δύσκολα χρόνια.            
Σ εκείνα τα αθώα χρόνια.
Άδολη μοναδική.
Δεν συναντηθήκαμε ποτέ.
Μόνο οι ψίθυροι των αισθημάτων
γέμιζαν τις ψυχές μας με νέκταρ
χαράς και ατέλειωτης προσμονής.
Τις νύχτες τα όνειρά μας
ήταν γεμάτα από μας.
Ανεκπλήρωτοι πόθοι
λούζονταν στο Σιλωάμ της αγνότητας.
Τα γράμματά μας συναντιόταν στο δρόμο
και κρυφομιλούσαν τρυφερά.
Η επικοινωνία της ψυχής μας
η πλημμύρα των αισθημάτων μας
τυπωμένα πάνω σ ένα χαρτί.
Κρατήσαμε ψιλά τον ιστό της αγνότητας.
Οι δρόμοι μας δεν συναντήθηκαν ποτέ.
Ο καιρός πέρασε
Οι υποσχέσεις ξεθώριασαν.
Τα γραφτά μείναν.
Οι καρδιές πικραμένες.
Το δάκρυ τις νότισε για να μην μαραθούν.
Η αγάπη καντήλι σε ξωκλήσι έρημο.
Τα χνάρια μας χαμένα στο άγνωστο
Γραφτό της μοίρας
Οι δυνατές αγάπες να μη σμίγουν
Ίσως για να κρατούν.
Κάποια αύρα της νοσταλγίας
δρόσιζε τις ψυχές μας.
Αόρατες  δυνάμεις άκουγαν
ένα κρυφό λυπημένο τραγούδι της καρδιάς
κάπου κάπου στη σιωπή της νύχτας.
Ίσως μας συμπόνεσαν.
Βρήκαν τους χαμένους δρόμους μας
Δέσανε τις άκρες μας.
χτύπησε το τηλέφωνο ήσουν εσύ.
Ήταν η φωνή σου βαθιά
σαν από το υπερπέραν.
Νόμιζα ήταν όνειρο.
Δεν έβλεπα το πρόσωπό σου
άκουγα μόνο τη φωνή σου
να προφέρει τ όνομά μου.
Όλα λούστηκαν μες το φως.
Ένα φως που έδιωξε την ομίχλη του χρόνου.
ίσως ήταν λίγο αργά.
Όμως μια μελαγχολική ευτυχία
πλημμύρισε την καρδιά μου.
Μακρινή ηχώ δίχως πρόσωπο.
Ήρθε από μακριά όπως μια αναλαμπή.
για να χαθεί για πάντα σ έναν κόσμο αλλιώτικο
κοντά σε μια ουράνια αρμονία
εκεί που οι ψυχές βρίσκουν ανάπαυση.
Σίγησε το τηλέφωνο ξαφνικά
Ο θάνατος δεν γνωρίζει από καρδιές
για να τις συμπονά.
Τις παίρνει ξαφνικά στα φτερά του και φεύγει.
















Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

ΓΙΑΤΙ

Πως τούτες δω τις ομορφιές
να μην τις ξαναδώ
Σαν ένα περαστικό πουλί
που πίσω δε γυρίζει.
Την ασημένια θάλασσα
τον ξάστερο ουρανό
τον ήλιο. Που όλα τα φωτίζει.

Τα χιονισμένα τα βουνά
τους πράσινους τους κάμπους.
Τα χρώματα των λουλουδιών
με τα αρώματά τους.
Και το Φεγγάρι τ αργυρό
που διώχνει τα σκοτάδια.

Γιατί σε τούτη τη ζωή
να πάνε όλα χαμένα.
Γιατί τα χρόνια να περνούν
τα πιο πολλά θλιμμένα.
λίγες να είναι οι χαρές
και πιο πολλοί οι πόνοι
πιο πολλές νάνε οι φορές
που μένουμε πια μόνοι.

Γιατί γεννιέται ο άνθρωπος
και ύστερα πεθαίνει
Γιατί είναι σύντομη η ζωή
και τίποτα δε μένει
Κανείς δε ξέρει να το πει
γρίφος είναι μεγάλος
μονάχα ξέρει ο Θεός
μήτε κανένας άλλος.



ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥ

Ελλάδα μου πως γίνεσαι
στους ξένους να αφήνεσαι
και να σε διατάζουν.
και το λαό μας το φτωχό
χωρίς λεβέντη αρχηγό
έρμαιο να τρομάζουν.

Που είναι εκείνοι οι αρχηγοί
με τη λεβέντικη μορφή
και τη μεγάλη γνώση.
που δε δειλιάζαν πουθενά
και πολεμούσαν στα βουνά
σοφία είχαν τόση.

Μα οι αρχαίοι μας κι αυτοί
πρώτοι εμπαίναν στη γραμμή
φρόντιζαν τον λαό τους
Μα τώρα οι πρωθυπουργοί
τρέμουν σαν να είναι λαγοί
μόνο για τ άτομό τους.

Κι αφήνουν έτσι το λαό
ξεκρέμαστο και μοναχό
να παραδέρνει μόνος
τίποτα δεν ακούει καλό
τον φοβερίζουν το φτωχό
πως δέν υπάρχει χρόνος.

Και περιμένει τη θηλιά
χωρίς να βγάζει ούτε μιλιά
που θα μπει στο λαιμό του.
Του φλόμωσαν στα ψέματα
με συμφωνίες θέματα
δεν έχουν τον Θεό τους.