Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

XRONE MAKRINE

Γύρισε χρόνε μακρινέ
χρόνια αξέχαστα παλιά
δεν θα ξεχάσουμε ποτέ
τα νιάτα την ανεμελιά.

Πόλεμοι πίνες και χαμός
πλημμύρισαν όλη τη γη
μεγάλος ο ξεσηκωμός
μεγάλη είναι και η οργή

Ρωτούνε τα  μικρά παιδιά
ποιος είναι ο λόγος  το γιατί
ο φόβος μέσα στη καρδιά
και στη ψυχή έχει απλωθεί.

Η ελπίδα έχει πια χαθεί
το μέλλον άγνωστο είναι πια
τρομάζουν τα μικρά παιδιά
άραγε λύση θα βρεθεί/

Δίχως ελπίδα προσμονή
δεν βλέπουμε ούτε ένα φως
χάσαμε την υπομονή
αβάσταχτος καημός κρυφός.




Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Τραγούδησε ένα τραγούδι της ψυχής
που να έχει μέσα τη χαρά μα και τη λύπη
πες και τα λόγια από καρδιάς μιας προσευχής
είναι το νόημα της ζωής όπου μας λείπει.

Ψυχές που ζούνε μέσα στο σκοτάδι
χάσαν το δρόμο και δεν ξέρουν που να πάνε
ζούνε μονάχες κ έρημες το βράδι
κλειστά παράθυρα και πόρτες τις φυλάνε.

Είναι αυτές που χτήσαν τοίχους στις αυλές
κανείς να μην τους βλέπει ούτε να τις ακούει
μόνο τις νύχτες ακούνε άγνωστες φωνές
δίχως ένα χέρι την εξώπορτα να κρούει.

Δεν θα ανοίξουν ούτε και το δειλινό
φυλακισμένες πίσω απ τα υψωμένα τοίχοι
παράθυρο αν άνοιγαν στον ουρανό
δεν  θα είχε η ζωή τους αποτύχει

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ

Την καρδιά μου θέλω να ρωτήσω
τι καιρός μου μένει για να ζήσω
κι η καρδιά μου λέει φεύγω γέρο
μα που πάω μήτε ξέρω.

Πόσα χρόνια σου δουλεύω γέρο
άλλο δε μπορώ να υποφέρω.
Μέρα νύχτα στις χαρές στις λύπες
κάτσε λίγο βρε καρδιά δεν είπες

Ήρθε η ώρα γέρο για να φύγω
πάω να ξεκουραστώ για λίγο.
Μα στη γη για πες μου αν γυρίσω
πως ξανά εγώ θα σε γνωρίσω,\

Με λουλούδια σε σταυρό γραμμένο
κει καρδούλα μου θα σε προσμένω.
Μην 'αργήσεις όμως και σαπίσω
και ξανά στο κόσμο δε γυρίσω.

Γι άσου γέρο για χαρά σου
χαιρετώ σε η καρδιά σου
κι αν σου λέω για χαρά σου
όπου πας θάμαι κοντά σου.



ΧΑΜΕΝΗ ΝΙΟΤΗ

Ω χαμένη μου νιότη δε βρίσκω
λόγια άλλα για σένα να πω
παρά μόνο θλιμμένο σκοπό
σιγανά καθώς θ αποθνήσκω

Πως διαβαίνεις με τόση βιασύνη
πριν προφτάσω τα μάτια ν .ανοίξω
την αυγή μια ματιά να τη ρίξω
φτάνει η νύχτα και μου τα κλείνει.

Όλοι οι μήνες οι μέρες οι χρόνοι
μαζεμένοι σε μία στιγμή
σαν να βγαίνουν μπροστά σε σκηνή
μας πλανεύουν και μένουμε μόνοι

Ω ζωή είσαι ,ωραία μα λίγη
ο χορός σου πολύ δε διαρκεί
η ψυχή ειν ,ακόμη παιδική
απ το γέρικο σώμα σαν φύγει.



Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

ΚΛΕΙΔΑΡΓΙΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Μάτια φτιαγμένα για λοξές ματιές
και σκιερά ξέφωτα.
Δάκρυα  που λαμπυρίζουν σαν ηλιαχτίδες
και χάνονται σαν υγρός αέρας
γεμίζουν με υγρή ομίχλη.
Η ψυχή μια θάλασσα από άγρια κύματα.,
Η λογική πυρπολημένη από χίλιες σκέψεις.
Μια αγάπη πλαστογραφημένη
κυκλοφορεί στις βιτρίνες της ζωής.
Τα στόρια του νου άνοιξαν ελαφρά.
Οι σκέψεις ξεπόρτισαν πως να τις μαζέψεις.
Όσα κομμάτια κι αν γίνει η καρδιά
η ζωή δεν θα τα συναρμολογίσει.
Η ψυχή μένε έρημη όταν η περηφάνια
μπλοκάρει τον δρόμο.
Τότε τα μάτια τρεμοπαίζουν
Τα χείλη βγάζουν μια ξεθωριασμένη κραυγή.
Τίποτα πιο θλιβερό από το να περάσουμε
μονάχοι πλάι από την ευτυχία
Δεν υπάρχουν κλειδαριές ασφαλείας
στα αισθήματα.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΝΥΧΤΑ

Μικρές στιγμές που ήρθαν τυχαία
στο κατώφλι του νου μου.
Η ζωή πάνω στον τοίχο του κόσμου.
Με παρηγορεί ο ήχος των σκέψεων.
Κοιτάζω το αδιάφορο βλέμμα τ ,ουρανού.
Ακούω το καταστροφικό πέρασμα τ'αγέρα.
Τη νύχτα η ψυχή ταξιδεύει στην αδιαφορία της μοναξιάς.
Η συγκίνηση την αφήνει γυμνή ,,ανυπεράσπιστη
και κείνη ονειρεύεται τρυφερά ,αγκαλιάσματα
και χρυσαφένια χαμόγελα.
Πέφτουν οι στιγμές κυλούν σαν ψιχάλες.
Φανταζόμαστε την ενήλικη ζωή μας
φθινόπωρο που τα φύλλα κυλούν τρεχάτα
το φως της μέρας  ξεθωριάζει ολοένα.
Συνοδοιπόροι το παρελθόν το αόρατο μέλλον.
Το αδιανόητο παρόν ένας δρόμος
που δεν εγγυάται μία ,άφιξη.
Ο χρόνος σκεπάζει με σιωπή το πεπρωμένο.
Μέσα στα ρήγματα της νύχτας
προβάλει ο ίσκιος του αόρατου.
Είμαστε μια βαρκούλα που αρμενίζει
σ ,αυτή την πνιγμένη σιγή
μες στη φθινοπωρινή νύχτα


Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

ΣΑΝ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Έρχεσαι γλυκά σαν καλοκαίρι
και σαν της άνοιξης τ αγέρι
δίχως κρασί η ψυχή μου έχει μεθύσει
στον νου μου απόψε έχεις καθίσει
Μα πάνω στα φτερά τ ΄'ανέμου
πετάς τις νύχτες απάνωθέ μου
Σκύψε και την καρδιά μου αφουγκράσου
ψελλίζει πάντα τ όνομά σου.
Και σαν χαθείς τα ξημερώματα και πάλι
θ΄.αφήσει αποτυπώματα στο προσκεφάλι
το δάκρυ που απ ΄την ψυχή σου έχει κυλήσει
σαν του ονείρου τ άγγιγμα την έχει αφήσει.

ΠΟΡΕΙΑ ΖΩΗΣ

Φυτρώνει άνθος το πρωί
τη μέρα μεγαλώνει
τη νύχτα όμως χάνεται
έτσι η ζωή τελειώνει.
Είναι η μοίρα της ζωής
πολύ να μην κρατάει
ο χρόνος αδυσώπητος
την κόβει την πετάει.
Ποτέ δε λες ησύχασα
πάντα έχεις φροντίδες
και πάντα θες και εύχεσαι
και πάντα έχεις ελπίδες
να μεγαλώσεις τα παιδιά
να τ,/αποκαταστήσεις
να έρθει η δική σου η σειρά
λίγο ήρεμα να ζήσεις'
Όμως πόσο γελάστηκες
ο αγώνας δε τελειώνει
είναι ο νόμος της ζωής
πάντα να σε φορτώνει.
Και κει που λες τελείωσα
βάσανα αρχίζουν άλλα
ίσως πιο μεγαλύτερα
ίσως τα πιο μεγάλα.
Το σώμα σου υποχωρεί
χάνει τη δύναμη του
αρχίζει πλέον να γερνά
χάνει πια την ορμή του.
Κουράστηκε όλη τη ζωή
μάχες πολλές να δίνει
και τώρα άλλο τίποτα
δεν έχει απομείνει.
Γι αυτό έτσι σιγά σιγά
γέρνει στο προσκεφάλι
τον παίρνει ο ύπνος ο βαθύς
μέρα δε βλέπει άλλη,





Ο ΟΥΡΑΝΟΣ

Ο ματωμένος ουρανός
είναι πληγές γεμάτος
Πως να αντέξεις δυστυχώς
τ ανθρώπινο το λάθος
Πόσα ν αντέξεις ουρανέ
μας βλέπεις και δακρύζεις.
Απ όσα γίνονται στη γη
όλα συ τα γνωρίζεις.
Έχεις μεγάλη υπομονή
γι αυτό και μας αντέχεις
θάρθει όμως κάποτε η στιγμή
που κεραυνούς θα βρέχεις

ΜΝΗΜΗ

Πόσο μακρυά με πήγες νάξερες
και πόσο πίσω με φέρνεις πάλι.
Σε πέλαγο βαθύ και άγνωστο
η σ ένα απάνεμο ακρογιάλι

Ταξίδια μακρινά μαζί σου κάνω
και νοερά εικόνες με γεμίζεις
Τα μίχεια της ψυχής μου αγγίζεις
στην πόρτα σου Θεέ μου φτάνω.

Μέσα στους διαδρόμους τ ουρανού τρυπώνω
τα χρώματα των αστεριών κοιτάζω
τα χέρια μου για να τα πιάσω απλώνω
στο όνειρο σημάδι βάζω.

Μνήμη γλυκιά μνήμη πικρή
πως με κρατάς στα χέρια σου δεμένη
νιώθω ανήμπορη τόσο μικρή
ν αντισταθώ στη δύναμη σου τη κρυμμένη.




ΣΑΤΥΡΙΚΟ

Στο όνομα του πνεύματος
βαφτίζουμε το Εγώ
μιλούμε δια νεύμα τος
να καταλάβω αργώ

Στο τεντωμένο το σχοινί
πως να ισορροπήσω
και πως εγώ μονάχος μου
μπορώ να περπατήσω.

Αν δεν υπάρχουνε γερές
αξίες να κρατήσουν
την εφθαρμένη μας ψυχή
να μας την εξαγνήσουν.

Κι όσο να λέμε φωναχτά
πως είμαστε υπεράνω
είναι αστεία όλα αυτά
τα βλέπω και τα χάνω.

Και πέφτω σε απόγνωση
και σε μεγάλη λύπη.
Γι αυτό κάνω μια πρόγνωση
μαγκούρα που μας λείπει.






ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ

Πίσω από σένα περπατούσα
σ απόσταση αναπνοής
μονάχα ψίχουλα ζητούσα
από το δρόμο της ζωής.

Μα εσύ ποτέ ματιά δεν είχες ρίξει
πίσω σου αν σ ακολουθώ
δικό σου δρόμο είχες τραβήξει
δεν σ ένοιαζε αν θα χαθώ.

Κι εγώ δεν έβγαζα μιλιά
ήξερα μόνο να σωπαίνω
άφηνα τον καιρό μου να κυλά
χωρίς να ξέρω που πηγαίνω.

Βρήκα το δρόμο μου σιγά σιγά
βγήκα στο φως απ το σκοτάδι
απ το ποτέ καλύτερα αργά
ένα αστέρι βάζοντας σημάδι.

ΑΠΑΡΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

Τ άπαρτο κάστρο της ψυχής
θέλεις απόψε να κουρσέψεις.
Είναι όμως δύσκολο να μπεις
κι ότι έχει μέσα της να κλέψεις

Ποιο καλά νάβρεις το κλειδί
μ αυτό την πόρτα του να ανοίξεις.
Και ωσάν το φίλο το παιδί
πόσο την αγαπάς να δείξεις.

Κι εκείνη θα σε εμπιστευτεί
στο κάστρο της θε να σε βάλει
να σεργιανίσεις και να δεις
την ομορφιά του και τα κάλλη.

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Υπάρχουν άνθρωποι
που ονειρεύονται ακόμα
υπάρχει ελπίδα
ακόμη στη ζωή
αν του ονείρου
θα κρατούσαμε το χρώμα
σαν όνειρο θα ήταν η αυγή.
Είναι η ζωή
η ποιο φτηνή πραμάτεια
που διαλαλεί .
ο άνθρωπος στους δρόμους
Μ αλλόκοτα κουρέλια
ο πόνος είναι ντυμένος
πως στοιβαγμένος
ταξιδεύει ο τρόμος.
Ποτάμι που κυλάει
μ άγνωστο τέλος θυμίζει
η ρημαγμένη ανθρωπότης.
Από ποια ελπίδα
αλήθεια να πιαστούμε
όταν η φρίκη
μας τραβάει στο βυθό της




Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

ΣΤΗ ΜΑΝΑ

 Μάνα που μες στα σπλάχνα σου μήνες μας κουβαλάς
βάζοντας μες σε κίνδυνο την ίδια τη ζωή σου
πόνους και δύσκολες στιγμές αμέσως τις ξεχνάς
στη θέα του σπλάχνου σου της σάρκας σου παιδί σου.

Εσύ στο προσκεφάλι μας μέρες θα ξενυχτίσεις
να διώξεις απ το σώμα μας αρρώστια πυρετό
και κάθε βράδυ απ το Θεό με θέρμη θα ζητήσεις
να μας φυλάει πάντοτε αν του είναι μπορετό.

Ποτέ τους μύριους κόπους σου δεν θέλεις να μετρήσεις
Σαν ανεξάντλητη πυγή αγάπη θα σκορπάς
στους πόνους μας και στις χαρές πλάι μας θα καθίσεις
και ειλικρινά θα χαίρεσαι η θα μας συμπονάς.

Μάνα που αργοστάλαξες το δάκρυ στη σιωπή σου
μέσα σε δύσκολους καιρούς στη φτώχεια στην ορφάνια
μα στους πολέμους ύψωσες με θάρρος τη φωνή σου
κάνοντας στους τριγύρω σου να νιώθουν περηφάνια.

Σαν βράχος αντιστέκεσαι στους άγριους ανέμους
όπου σαρώνουν τη ζωή και την καταποντίζουν
τους γιους σου τους ξεπροβοδάς με θάρρος στους πολέμους
και δείχνεις τόσο δυνατή πίσω κι αν δε γυρίζουν.

Μάνα με πόση υπομονή και πόση τρυφεράδα
στην αγκαλιά μας έκλεινες μ απέραντη στοργή
ποτέ δεν είδα πρόσωπο με τόση ομορφάδα.
κι ούτε συνάντησα ποτέ πιο τρυφερή ψυχή.






ΠΑΤΡΙΔΑ

Πόσα ταξίδια έκανα και πόσους τόπους είδα
έκανα τόσες διαδρομές νύχτες και πρωινά.
Με ήλιους κατακόκκινους που καιν τα μεσημέρια.
μ ΄΄αεροπλάνα πέταξα με πλοία και με τρένα
ταξίδια τόσα έκανα και γνώρισα τα ξένα.
Είδα αεροδρόμια απάνεμα λιμάνια
φουρτουνιασμένες θάλασσες και ήρεμα ακρογιάλια
Είδα νησιά πανέμορφα με σπίτια ασπροντυμένα
με θαλασσιά θυρόφυλλα κι ασβεστωμένες στράτες.
Ξάστερους είδα ουρανούς μ αστέρια φορτωμένους
απέραντους ωκεανούς κυματοχτυπημένους
Βουνά πρασινοστόλιστα πλαγιές ηλιοβαμμένες
λιβάδια λουλουδόσπαρτα λίμνες ονειρεμένες.
Και  πολιτείες γνώρισα πολύβουες μεγάλες
χωριά που τα μπαλκόνια τους ζώναν περικοκλάδες.
Είδα ναυάγια στη στεριά ανθρώπους ξεχασμένους
η δυστυχία τους τσάκισε τους έριξε σε βράχους
και μέσα εκεί στην ερημιά τους άφησε μονάχους.
Χορτάσανε τα μάτια μου απ όλα αυτά που είδα
ν΄΄ αράξω θέλω να σταθώ κάπου να ησυχάσω
γι   αυ'τό το πιο καλύτερο λιμάνι που θ 'αράξω
είσαι  εσύ Πατρίδα.



ΨΑΧΝΩ

Τον Θεό μας τον χάσαμε
κάθε τόσο μας λένε
πουθενά δεν τον βρίσκουμε
οι καινούργιες εκδόσεις.
Κάθε μέρα πόσοι άνθρωποι
από πείνα πεθαίνουν
και συ ψάχνεις ω άνθρωπε
να πλουτίσεις τις γνώσεις.

Σαν αυτές να βοήθησαν
πιο καλός για να γίνεις
και δικαίως να μοίραζες
στον καθένα τον πλούτο
μα φοβάμαι τα μάτια σου
στην αλήθεια τα κλείνεις
στ άδικα που συμβαίνουνε
εις τον κόσμο ετούτο.

Γι αυτό κοίταξε γύρω σου
η μεγάλη αδικία
σαν περνά από δίπλα σου
και συ αδιαφορείς
στον φτωχό σου το γείτονα
να του δώσεις το χέρι σου
άνθρωπε αν μπορείς
Σκέψου ίσως το αύριο
μήπως φέρει σε σένα
όσα εσύ δε λογάριασες
κι όσα έμαθες σπούδασες
όλα πήγαν χαμένα
γιατί δίπλα σου μάθετο
ίσως δεν θάναι κανείς.

Ψάχνω ώρες ατέλειωτες
για να βρω ένα λόγο
που ν αξίζει να μάθαινα
ποιο πολλά απ όσα ξέρω
έτσι να μην με βρίσκουνε
πουθενά ίσως ψόγο
μα έναν λόγο δεν μπόρεσα
στο μυαλό μου να φέρω

Πως μπορεί να χωρέσουνε
τόσες άπειρες γνώσεις
στο μικρό το κεφάλι μας
και σε τι χρησιμεύουν
όσα ξέρεις λιγότερα
ποιο πολύ θα τα νιώσεις
ίσως τα περισσότερα
τη ζωή σου μπερδεύουν
Στη ζωή μας τη σύντομη
λίγα πράγματα μόνο
είναι αυτά που την κάνουνε
όμορφη και απλή
η αγάπη η αλήθεια
η βοήθεια στον πόνο
αυτά αξίζουν να ξέρουμε
στη ζωή ποιο πολύ.








Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

EPHMOI ΔΡOMOI

Έρημοι δρόμοι τα φώτα σβησμένα
φωνή δεν ακούγεται από πουθενά
Αισθήματα όνειρα γερά κλειδωμένα
ζητούνε να σπάσουν αυτά τα δεσμά

Μα είναι η νύχτα που τα φοβίζει
τ αστέρια κρυμμένα στη συννεφιά
το Φεγγάρι δεν βγαίνει δεν φωτίζει
η νύχτα ανασαίνει μονάχα βαθειά.

Έρημοι δρόμοι τα φώτα σβησμένα
σε λίγο αρχίζει να πέφτει βροχή,
αισθήματα όνειρα ζητούν στα χαμένα
την πόρτα ν ανοίξει για λίγο η ψυχή,

Ο ύπνος τα παίρνει απαλά απ το χέρι
σε άγνωστους κόσμους τα οδηγοί
ψεύτικα ειν όλα εκείνος το ξέρει
πίσω τα φέρνει ξανά την αυγή.

Και κείνα κρυμμένα ζουν με ελπίδα
πως θάρθει η μέρα να βγούνε στο φως
να βρουν ένα μέρος η μια πατρίδα
που εκεί  θάναι ο κόσμος αληθεινός






ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ

Άρχισε ο λαός φωνάζει τα παράπονα του λέει
πως δεν είναι όλα ένταξη το καράβι τρύπιο πλέει
Πως αλλάζουν τα σημάδια κουμπαράδες αδειανούς
σαν ανοίγουνε πηγάδια και μας ρίχνουν ζωντανούς.
Η ζωή μας είναι φρίκη από όπου κι αν τη δεις
πιάσε πλάτη πιάσε μήκη άκρη μέση δε θα βρεις.
Βγαίνουν έξω στα μπαλκόνια ρήτορες πολιτικοί.
και υπόσχονται από χρόνια να αλλάξουν τη ζωή.
Πως θ αλλάξουνε το ένα  και το άλλο από μετά
βουτηγμένοι μες στο ψέμα τάχουν κάνει όλα σκ-τα.
Κι όταν φτάσει ο καιρός τους για να ξαναεκλεγούν
Τάζει και ο πεθερός τους μα δεν πάνε να πνιγούν.
Κι αν η τύχη τους τους φέρει στη βουλή να μπούνε μέσα
ποιος τους είδε ποιος τους ξέρει έγια μόλα έγια λέσια.
Με υγεία μας στα άλλα στης βουλής τα προεόρτια
θα μας πουν λόγια μεγάλα για να πιάσουνε τα ντόρτια.
Κι έτσι πια όπως το πάνε με ψευτιές τους φίρι φίρι
αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη όμως και τον νοικοκύρη.
 από μακρυά ίσως θα βλέπουν τη βουλή στον άλλο γύρο
θα παρακαλάνε να ψηφίσει και  η θειά τους η Αργύρω
Να τους φέρει ένα ψήφο από δω και από κει
μα κι αυτή θα πει[δε γλύφω η δική σου σου αρκεί]
Μήπως και διορθωθείτε και ίσως βάλετε μυαλό
να προσέχετε στο μέλλον τι θα λέτε στο λαό.
Κάνουν νόμους λεν προτάσεις μα αυτό δεν ωφελεί
να περάσουνε την ώρα πάνε όλοι στη βουλή.
Κι ο κακόμοιρος κοσμάκης δίνει παίρνει και χτυπιέται
στα ερωτήματα που θέτει τίποτα δεν απαντιέται.
Και ανώφελα προσμένει μήπως κάτι και αλλάξει
αχ την έρμη την Ελλάδα μπάχαλο την έχουν φτιάξει.
Τόσο που ντροπή με πιάνει να μας λένε Ευρωπαίους
κι ότι είμαστε οι γόνοι του μεγάλου Περικλέους.
Είμαστε τα αποπαίδια των μεγάλων μας προγόνων
Έλληνες κι Ελλάδα μόνο ήταν προ πολλών αιώνων.
Αυτοί δώσανε τα φώτα σ όλους και πολιτισμό
μα όλη μας η περηφάνια έπεσε σε μαρασμό.
Την ρημάξαν και την κλέψαν μας αφήσαν μ άδεια χέρια
και ποιος ξέρει αν θα δούμε πάλι άσπρα περιστέρια.
Να πετούν στον ουρανό μας σαν ένα δείγμα ηρεμίας
που θ αλλάξει τους ανθρώπους σε Αγγέλων κοινωνίας



Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Η ΑΝΟΙΞΗ

Καλωσόρισες Άνοιξη με τα τόσα στολίδια
που σκορπίζεις απλόχερα πάνω σε όλη τη γη
χίλια χρώματα έφερες και χιλιάδες παιχνίδια
και ξανά γλυκοχάραζε της ζωής η αυγή

Παιχνιδίζει η θάλασσα σαν ο ήλιος τη γνέφει
σαν το φως του απλώνεται χρυσαφένιο στη γη
τ αεράκι ανάλαφρο κυνηγάει τα νέφη
και εκείνα χορεύοντας τρέπονται σε φυγή.

Τα βουνά πικοιλόχρωμες ζωγραφιές που φροντίζει
να τις βάλει η άνοιξη  ζωηρές πινελιές
με κορδέλες πολύχρωμες και λουλούδια στολίζει
σκορπισμένα αρώματα από τριανταφυλλιές.

Στους απέραντους κάμπους παπαρούνες ανθίζουν
το μελίσσι τρυγάει απ τα λούλουδα γύρη
τη ζωή και το θάνατο όλα αυτά μας θυμίζουν
της ζωής το ατέλειωτο και τρελό πανηγύρι.

ΓΙΑ ΟΛΑ ΑΥΤΑ

Για τη βροχή για τον καιρό
τον ουρανό και για τ αστέρια
την Πούλια τον Αυγερινό
για την αυλή τα περιστέρια.
Για την αγάπη τη χαρά
τη θλίψη μα και τον πόνο
για των Αγγέλων τα φτερά
για τη ζωή και για το χρόνο.
Για τα λουλούδια τα βουνά
τη θάλασσα μα και το κύμα
τα βράδια και τα πρωινά
το θάνατο τ άδικο μνήμα.
Για τα πουλιά που κελαηδούν
για την καρδιά και για τα μάτια
για χείλη που γλυκά φιλούν
για ερημιές και μονοπάτια.
Εικόνες και για εκκλησιές
για προσευχές και για καντήλια
μα για κατάρες και ευχές
για δάκρυα και για μαντήλια.
Για τη γυναίκα το παιδί
ταξίδια μακρινά,Καράβια
τη μάνα το δένδρο το κλαδί
για μια αγκαλιά που έμεινε άδεια.
Για τη φωτιά για τι νερό
για τον αέρα για τον ήλιο
για το Φεγγάρι τ αργυρό
για του ανθρώπου τι βασίλειο
Τη λευτεριά τη φυλακή
για το θυμό για τη γαλήνη
για κοινωνία ιδανική
τον πόλεμο και την Ειρήνη.
Για όλα τα ανθρώπινα
και τα φανταστικά
που ο Θεός μας έδωσε
με τόση καλοσύνη
τα ύμνησαν οι άνθρωποι
τραγούδησαν γι αυτά
με επιθυμιά πραγματική
για την αδελφοσύνη.
Άλλοι όμως βαλθήκανε
τρανοί να καταστρέψουν
τη γη μας και τον άνθρωπο
με τόση αμυαλοσύνη
κι όλο το κόσμο πια ζητούν
για να τον μετατρέψουν
σ ένα κενό απέραντο
μες στη παραφροσύνη.





ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕΣ

Θα μπορούσες να έλεγες την αλήθεια σου όλη
κι ο καθείς θα την άκουγε μ όλη του την καρδιά.
Θα μπορούσες  να φύτευες στης ψυχής το περβόλι
κρίνα και τριαντάφυλλα να σκορπούν ευωδιά.

Θα μπορούσες να γέμιζες την καρδιά σου μ αγάπη
κι από μέσα να έβγαζες κάθε τι περιττό
.Θα μπορούσες να βάδιζες στο σωστό μονοπάτι
που θα σ έφερνε αν ήθελες πιο κοντά στο Χριστό.

Θα μπορούσες να ένιωθες πιο πολύ καλοσύνη
στους ανήμπορους γέροντες στα μικρά ορφανά
Θα μπορούσες να έδειχνες λίγη μετριοφροσύνη
σε εκείνους που έβλεπες να είναι πιο χαμηλά.

Θα μπορούσες να άπλωνες χέρι ελεημοσύνης
στο φτωχό  και τον άτυχο διπλανό σου αδελφό
θε να έπαιρνες εύσημα ανθρωπιάς καλοσύνης
θησαυρό που θα φίλαγες στην καρδιά σου κρυφό.

Θα μπορούσες ω άνθρωπε πόσα δε θα μπορούσες
μα εσύ δεν εσκέφτηκες τίποτα απ όλα αυτά
νόμιζες πως αιώνια με φτερά θα πετούσες
δεν θα σ άγγιζε τίποτα απ της γης τα δεινά.

Πόσο λάθος λογάριασες την πορεία του κόσμου
την στερνή ώρα σκέψου το και το χέρι σου δος μου
και μην κλείνεις την πόρτα σου σ όποιον σου τη χτυπά

Είναι οι μέρες μας δύσκολες ζούμε δύσκολα χρόνια
αν το μίσος σου έδιωχνες την αγάπη κρατούσες
αν ειρήνη θα έσπερνες κι όχι μόνο διχώνια
σ έναν κόσμο καλύτερο θα μπορούσες να ζούσες.


ΓΙΕ ΜΟΥ

Βουβό σε βλέπω κάθε τόσο
δεν σου μιλώ μην σε πληγώσω
τα μάτια σου όλο κοιτάζω
χάνομαι μέσα τους στενάζω
ψάχνω να βρω μα στα χαμένα
τι έχουν κι όλο είναι θλυμένα.
Μα τι σε βασανίζει τόσο
νομίζεις πως δε θα σε νιώσω
Με κλείνεις έξω απ την καρδιά σου
άσεμε νάρθω πιο κοντά σου.
Μακρυά μου είσαι κι όλο φεύγεις
νιώθω πως όλο μ αποφεύγεις
δεν ξέρω αλήθεια τι να κάνω
πως να βοηθήσω τι να πω
χάνομαι μες τους λογισμούς μου
εκεί όλη μέρα τριγυρνώ
πάντα κοντά σου είναι ο νους μου
Δεν χρειάζεται να σου το πω
παιδί μου πόσο σ αγαπώ


.
.

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

ΤΑ ΊΧΝΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Εκει στην άκρη ενός γκρεμού
καθόμουνα μια μέρα
σκέψεις πολλές βασάνιζαν
το άδολο μυαλό μου
ένιωθα πως πνιγόμουνα
στο  αδιέξοδο μου.
Ξάφνου ακούω μια φωνή
να λέει--Καλημέρα--
Ήταν ένας γέροντας σκυφτός
που σιγοπερπατούσε.
Τα χρόνια τον βαραίνανε
κι οι ώμοι του γερμένοι
σαν η ζωή να έφευγε
και τον επροσπερνούσε
κουφάρι αβοήθητο
στην άγρια ειμαρμένη.
Κάθισε να ξεκουρασθεί
με κόπο κι ανημπόρια
άφησε την την πραμάτεια του
που ώρες κουβαλούσε
κι ένα βαθύ αναστεναγμό
μαζί με στεναχώρια
άφησε απ τα χείλη του
που στη καρδιά κρατούσε.
Τι έχεις γέροντα ρωτώ
γιατί είσαι λυπημένος
από ποιον τόπο μακρινό
και ποιους άγνωστους δρόμους
περπάτησες και έφτασες
δω πάνω κουρασμένος
και ποια είναι τα βάσανα
που κύρτωσαν τους ώμους΄
Με κοίταξε με τα θολά
τα γέρικα του μάτια
και ζάρωσε το μέτωπο
με μια ύστατη προσπάθεια.
Μιλώντας με αργά αργά
τα λόγια του μετρούσε
τη θύμηση του έφερνε
στο νου και προσπαθούσε
να θυμηθεί τα βάσανα
και ότι τον πονούσε.
Φαμίλια είχα και εγώ
όπως ο κόσμος όλος.
Παιδιά γυναίκα σπιτικό
ζούσα ευτυχισμένος
μα ήρθε μέρα σκοτεινή
που ο ήλιος είχε σβήσει
από αντάρας σύννεφο
από φωτιά και λάβα
από τα βόλια τα φριχτά
και τα φαρμακωμένα.
Όλα όσα είχα τάχασα
στου βίου μου τη δύση.
και μόνος τώρα έμεινα
γέρος δυστυχισμένος.
Πήρα τα όρη τα βουνά
ανθρώπους να μη βλέπω
μονάχος μου στην ερημιά
τ αγρίμια είναι καλύτερα
συντρόφους να τα έχω.
Γιατί οι άνθρωποι θαρώ
πιότερο κι απ τ αγρίμια
είναι η ψυχή τους βάναυση
και έλεος δεν έχουν
Κι αν τη ζωή σου κάνουνε
θρύψαλα και συντρίμμια
σε προσπερνούν αγέρωχοι
χωρίς να σε προσέχουν.
Τώρα δεν έχω τίποτα
μόνο τον εαυτό μου
αφού τα πάντα έχασα
έσβησε το χωριό μου.
Δεν έχω γη και σπιτικό
δεν έχω ποια πατρίδα
έτσι το θέλουν οι τρανοί
να ζουν οι άνθρωποι στη γη
χωρίς καμιά ελπίδα.
Σαν άκουσα τον γέροντα
να λέει τα βάσανα του
που ήταν μεγαλύτερα
απ όσο τα δικά μου
σηκώθηκα και κάθισα
δίπλα του και σιμά του
σκουπίζοντας το δάκρυ του
απ τη θολή ματιά του.