Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

ΣΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ ΤΑ ΠΕΠΡΟΜΕΝΑ

Περίσσεψε πια η οδύνη
τρέχει τι αίμα σαν ποτάμι
στέρεψε η καρδιά άλλο δε δίνει
και η ψυχή έχει αποκάμει΄.

Όλος ο κόσμος παραπαίει
τρικλίζει στων καιρών τα πεπρωμένα
μάταια ψάχνει να βρει τι φταίει
είναι όλα τόσο θολωμένα.

Ας ρίξει μια ματιά σιμά του
κι όχι μακριά πολύ πιο πέρα
φταίει ο ίδιος για τα βάσανα του
πήρανε τα μυαλά του αέρα.

Πρέπει πολύ να προσπαθήσει
μη βυθισθεί μέσα στο έλος
αλλού ευθύνη ας μη ζητήσει
πριν φτάσει μόνος του στο τέλος.

ΚΑΛΟΚΑΊΡΙΑ ΚΑΙ ΧΕΙΜΩΝΕΣ

Κλείσε τα μάτια και κοιμήσου
γαλάζια όνειρα να δεις
στον ύπνο σου μη φοβηθείς
θα είναι ο Θεός πάντα μαζί σου.

Ότι η νύχτα κι αν σου φέρει
πάνω ψηλά στον ουρανό
θα σε φωτίζει ένα αστέρι
στο δρόμο σου τον σκοτεινό.

Κι όταν ο αγέρας θα σφυρίζει
και τότε να μην φοβηθείς
στ αυτί σου θα σε ψιθυρίζει
στην αύρα του να αφεθείς.

Και το Φθινόπωρο σαν έρθει
μη σ εύρει λίγο σκυθρωπή
κοιτάξου μέσα στον καθρέφτη
πόσα έχει αλήθεια να σου πει.

Κάθε ρυτίδα κι ένας πόνος
κι από το γέλιο μια χαρά
απ όλα έχει ο κάθε χρόνος
σαν θα περάσει από μπροστά

Έτσι είναι σκέψου η ζωή μας
με καλοκαίρια και χειμώνες
μιας εποχής είμαστε όλοι
όπως οι άγριες ανεμώνες


Σάββατο 3 Μαΐου 2014

ΤΟ ΑΔΕΙΟ ΣΠΙΤΙ

Έμειναν τα μάτια να κοιτάνε
το παράθυρο σου το κλειστό
κάτι από σε αναζητάνε
λίγο φως τους ήταν αρκετό.

Άδειο έχει μείνει πια το σπίτι
ένοικος είναι η μοναξιά
και η ψυχή μου σαν μικρό σπουργίτι
νιώθει πως του πήραν τη φωλιά.

Φύγαν τα λουλούδια απ το μπαλκόνι
κατεβήκαν κάτω τα ρολά
μια εποχή όπως άλλες τελειώνει
και μια άλλη άγνωστη αρχινά.

Με τα μάτια μου στραμμένα κάθε βράδυ
ώρα στέκομαι και το κοιτώ
μάταια περιμένω ένα σημάδι
απ το παραθύρι το κλειστό

Απ το σπίτι ξεριζώθηκες παιδί μου
έφυγες να βρεις αλλού δουλειά
στα στερνά μονάχη στη ζωή μου
σαν τ απόδημα έφυγες πουλά.

Φεύγουν απ τις μάνες τα παιδιά τους
οι μεγάλοι δίχως ενοχές
πως κατάντησε τη χώρα η αφεντιά τους
να την κατοικούν στο τέλος γέροντες.





ΟΤΑΝ Η ΝΥΧΤΑ ΓΕΛΑΕΙ ΔΥΝΑΤΑ

Δεν είχες ποτέ δικό σου έναν ήλιο.
να ανατέλλει και να δύει
να στεγνώνει τα ρούχα σου.
Φταίει που δεν στον χάρισε κανείς.
Ζεις ανάμεσα στους άλλους.
Είσαι μακριά στην απέναντι ΄όχθη
είσαι εξόριστος μέσα στο πλήθος.
Προσπαθείς από εκεί ν ακούσεις
όλα όσα γύρω βροντοφωνάζει η ζωή.
Κάποιες νύχτες βλέπεις καθαρά
το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς.
Κάποια μαυροπούλια ταξιδεύουν μέσα στα μάτια της.
Ψάχνουν να κρύψουν τα όνειρα τους.
Όταν η νύχτα γελάει δυνατά
τρομάζουν τα όνειρα
και τα πουλιά κρύβονται στις παγίδες της.

ΠΟΙΟΙ ΨΙΘΥΡΟΙ

Θρόισε ο νους σαν φυλλωσιά
που ρίχτηκε πάνω της άγριος άνεμος.
Άκουγε στο αργυρό τάσι της σιωπής
να πέφτουν οι στιγμές.
Άκουγε τον ήχο τους
Κοίταζε την αστερόεσσα νύχτα
το αλάνθαστο χάος της.
Κι άλλες φορές άκουγε τον ήλιο ν ανεβαίνει
βουλιάζοντας στο κέντρο τ ουρανού.
με τις τσέπες του γεμάτες αινίγματα
Στέκεται στο ακίνητο σύμπαν
του περιστρεφόμενου κόσμου
Ποιοι ψίθυροι μας υπαγορεύουν.
τραυλίζοντας το μέλλον
η καθαρή αλήθεια είναι ανέφικτη
κάποιες φορές ανακατεμένη με λίγο ψέμα.
θωπεύει βελούδινα χρώματα
τριγύρω στον αέρα.



ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ

Η άνοιξη δεν χάνει ποτέ τον δρόμο της.
Την άνοιξη τραγουδούν τ αηδόνια στις ακροποταμιές
κάτω από τις φυλλωσιές των δένδρων.
Άπλωσε τα πλοκάμια της η χαρά
ως την πόρτα τ ουρανού.
Στα μάτια σου κρέμονται δύο σταγόνες
από τη δροσιά του γιασεμιού.
Ξέφυγαν και κρεμάστηκαν
στα πυκνά βλέφαρα σου.
Τις νύχτες σαν κυλάει το Φεγγάρι
πάνω στα νερόκρινα του ποταμού
στα μάτια σου αρμενίζει σαν βαρκούλα η νοσταλγία΄
και γω πέρα από τα σύνορα της ψυχής μου
πέρα από τα σύνορα της λογικής μου
παίρνω την ανάσα σου
και ξεπλένω το πρόσωπο μου.
Θα κρυφτώ στις φτερούγες ενός πουλιού
που τραγουδάει γιατί ονειρεύεται.