Οδεύω κάθε μέρα πιο πολύ
σ εκείνο το απέραντο σκοτάδι.
Εκεί που δεν θα νιώθω πλέον χάδι
ούτε αγάπης το θερμό φιλί.
Οι μέρες όσο πάνε λιγοστεύουν
κι ο χρόνος βιαστικός πάντα περνά
οι νύχτες την ψυχή μου σημαδεύουν
και δίχως όνειρα ο νους μου ξαγρυπνά.
Η φλόγα απ το καντήλι αναμμένη
θαμπή της νύχτας συντροφιά
και μια ψυχή πια κουρασμένη
φοβάται τ αναμμένα τα κεριά.
Ο άνθρωπος το ξέρει πως μια μέρα
θα φύγει για ταξίδι μακρινό
τίποτα μόνιμο δεν μένει εδώ πέρα
ίσως μια νύχτα η μια μέρα ένα πρωινό.
σ εκείνο το απέραντο σκοτάδι.
Εκεί που δεν θα νιώθω πλέον χάδι
ούτε αγάπης το θερμό φιλί.
Οι μέρες όσο πάνε λιγοστεύουν
κι ο χρόνος βιαστικός πάντα περνά
οι νύχτες την ψυχή μου σημαδεύουν
και δίχως όνειρα ο νους μου ξαγρυπνά.
Η φλόγα απ το καντήλι αναμμένη
θαμπή της νύχτας συντροφιά
και μια ψυχή πια κουρασμένη
φοβάται τ αναμμένα τα κεριά.
Ο άνθρωπος το ξέρει πως μια μέρα
θα φύγει για ταξίδι μακρινό
τίποτα μόνιμο δεν μένει εδώ πέρα
ίσως μια νύχτα η μια μέρα ένα πρωινό.