Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Πενήντα χρόνια πέρασαν
Σαν νάτανε αγέρας
σκορπίζοντας τριγύρω του
λογής λογής καρπούς.
Σαν νάτανε περίπατος
που έκανα μιας μέρας
αφήνοντας στο διάβα μου
μυριάδες στεναγμούς.
Αλήθεια συλλογίζομαι
πως φύγαν τόσα χρόνια
ούτε που το κατάλαβα
σαν νάταν μια αστραπή
που ξάφνου έφερε βροχή
κι έπειτα ήρθαν χιόνια
πάγωσαν όλα γύρω μου
μαζί και η ψυχή.
Μα τώρα σκύβω από τη γη
μαζεύω απομεινάρια
μίας ζωής που πέρασε
κομμάτια σκορπισμένα
σαν φύλλα όπου έριξε
από δενδρών κλωνάρια
ένας αγέρας δυνατός
στης νύχτας τη σιγή.

O ΕΝΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ


Γίναν οι άνθρωποι κακοί
μοιάζει η ζωή σαν φυλακή
και μέσα μου πονάω.
Σαν περπατάω μοναχός
κάτω απ του Φεγγαριού το φως
σκέπτομαι και παραμιλάω.
Πόσο κοστίζει η ζωή
τι νόημα μπορεί να βγει
θαρρώ τιμή δεν έχει.
Ποιος νοιάζεται αν σκοτωθείς
η αν πεθάνεις η αν χαθείς
στους άλλους πέρα βρέχει.
Κοιτάζω προς τον ουρανό
δεν βλέπω πλέον το Θεό
το πρόσωπό του έχει κρύψει.
Για να μη βλέπει εδώ στη γη
και η καρδιά του αιμορραγεί
απ τη μεγάλη θλίψη.
Μας έχει αφήσει μοναχούς
και δεν ακούει τους λυγμούς
που η ψυχή μας βγάζει
θε να πληρώσουμε ακριβά
για τα κακά και τα στραβά
που ο νους μας κατεβάζει.
Θεέ μου εσύ είσαι ο θεός
Ο Ένας και ο μοναδικός
συχώρισέ μας Θεέ μου
Εσύ ο πανταχού παρών
και ως τα πάντα Εσύ πληρών.



Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

ΑΠΙΑΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Πόσες φορές δε στάθηκα
μ ονειρεμένα μάτια
με χείλη αχνά τρεμάμενα
να ιδώ μια ζωγραφιά
Εκεί στον απέραντο ουρανό
του ορίζοντα τα πλάτια
τα ρόδινα τα χρώματα
την ξέφρενη ομορφιά.

Και τώρα άθελα γυρνώ
το ίδιο όραμα να ιδώ
το θάμα ν αντικρίσω
με πονεμένη την καρδιά
δεν βλέπω ίδιο ουρανό
μονάχα έρημα κλαδιά
που ο ανθός τους έπεσε στη γη
αθέλητα θα τον πατήσω.

Οι δρόμοι είναι αδειανοί
τα βράδια είναι κρύα
διαβάτης μοναχά εγώ
πια αλήθεια να με κυνηγά
προγονική αμαρτία
κι όνειρα μόνο άπιαστα
πάντα να κυνηγώ.

Μα μέσα μου δεν χάθηκαν
όλες μου οι ελπίδες
θα βρώ μια άλλη ξαστεριά
ήλιο να με φωτίσει
και τότε όλα τα δάκρυα
σαν δροσερές ρανίδες
στο πρόσωπό μου θα κυλούν
σαν ξεχασμένη βρύση.





ΣΤΗΣ ΑΡΓΟΚΙΝΗΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Βαριά κυλάει η ανήμερη του χαλασμού πνοή
στης αργοκίνητης σιωπής το μήνυμα να φέρει.
Η φλόγα ανάβει φοβερή της ιερής στιγμής
που σιγοκαίει την οργή ενός λαού που υποφέρει.

Και σαν από εκδίκηση ο πόνος τιμωρός
από παλιά ε πρόσταζε η μοίρα των Ελλήνων
πότε θα ρθει προσμένουνε εκείνος ο καιρός
που θα τινάξουν το ζυγό ψευτών και θεατρίνων.

Λουφάζει μες στη σκοτεινιά η ψυχή η προδομένη
ενός λαού που οι αδύνατοι άνισα με τους δυνατούς
παλεύει και αισθάνεται πάντοτε σταυρωμένη
κτίζοντας με το αίμα του βωμούς ηρωικούς.

Ηχότρεμη την μνήμη του μες στη ψυχή κρατεί
ένας λαός που άδικα τον τιμωρούν οι μεγάλοι
μα ξέρει από τ αρχαία του πως να φιλοσοφεί
ξέρει και πως να μάχεται γνωρίζει και από πάλη.

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Σαράντα χρόνια κατοικώ                
                                                           
στο σπίτι το δικό μου
Τ αγόρασα με δάνειο
για να μην έχω νοίκι
Το πλήρωσα με το αίμα μου
μέσα απ τη δουλειά μου
στέρησα τη φαμιλιά μου
στέρησα τα παιδιά μου.
Ποτέ δεν πήγα διακοπές
ούτ έξοδα μεγάλα
Το σπίτι να ξεχρέωνα
δεν μ ένοιαζε για τ άλλα.
Και ήρθε τώρα ο καιρός
το σπίτι να με πάρουν
μου πήρανε και τη δουλειά
χαράτσι να με βάλουν.
Γι αυτό το σπίτι που έφτυσα
αίμα και μου ανοίκει
να το πληρώνω απ την αρχή
να μένω με το νοίκι.
Αφού δεν έχω πια δουλειά
γιατί τόση αδικία
ποιά προστασία έχω εγώ
από την πολιτεία
Πως θα φροντίσω τα παιδιά
πως θα τα προστατέψω
σε ποια από τα λόγια τους
να έχω εμπιστοσύνη
μου πήραν σπίτι και δουλειά
σε ποια δικαιοσύνη.
Τη χώρα μας απαξίωσαν
την έχουν ξεφτιλίσει
μια χώρα τριτοκοσμική
που ανήκει όμως στη δύση.
Χώρα που διώχνει τα παιδιά
και μένουν οι μεγάλοι
με χρόνια δεν θα υπάρχει πια
θ αλλάξει θάναι άλλη.
Ελλάδα δεν θα λέγεται
αλλιώς θα την επούνε
θα ψάχνουνε στο λεξικό
όνομα για να βρούνε.
Ξένοι θα κατοικίσουνε
ξένοι θα κυβερνούνε.
Και όσοι θ απομείνουνε
δούλοι τους θα γενούνε.
Αυτή θάναι η κατάντια μας
και η τωρινή μας μοίρα
έτσι μας εκατίντησαν
του ΔΟΥ ΝΟΥΝΟΤΟΥ Η Σπείρα.
Δεν ξέρω αν είναι πια καιρός
αν είναι πια η ώρα
ν α πάψει ο κατήφορος
και να μην έρθει η μπόρα
κάτι να κάνει ο λαός
για να τη σταματήσει
γιατί δε βλέπω δυστυχώς
καμία άλλη λύση...












ΜΙΑ ΛΥΣΗ.

Δεν περνάει ο καιρός
όταν είσαι μοναχός
Δεν περνάει η βραδιά
όταν έχεις μοναξιά.
Είναι η μέρα πληκτική
μόνος πας εδώ και κει.
Το πρωί σαν σηκωθείς
μες στις σκέψεις θα χαθείς.
Τη ζωή αναπολείς
που έφυγε τόσο νωρίς.
Ψάχνεις γύρω και κοιτάς
κι όλο κάτι αναζητάς.
Μία φωνή να σου μιλά
κάποιος να χαμογελά,.
Να ακούσεις μουσική
μία λύση είναι κι αυτή.


ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΜΟΥ

Τραγούδησέ μου τη ζωή
τραγούδησέ μου και τη νιότη
και πες μου τι σου έχει πει
για να το μάθω εγώ πρώτη.

Αν όλα ήτανε σωστά
η σου χρωστά ακόμη κάτι
αν θα στα δώσει από μετά
η θα κρατήσει ένα κομμάτι.

Κανείς τη νιότη τη ζωή
δεν έχει ζήσει με γαλήνη
όσο κι αν τόσο προσπαθεί
εκείνη παίρνει λίγα δίνει.

Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Η ΕΙΚΟΝΑ

Μια εικόνα θα σε κάνω
που θα δείχνει μόνο εσένα
σαν να βλέπω ένα όνειρο
με τα μάτια κλειστά
Κάπου εκεί όλα χάνονται
της ζωής τα γραμμένα
αφού η μοίρα το θέλησε
νάμαστε χωριστά
Μαγεμένο μου Φεγγάρι
και συ ήλιε λαμπερέ
που σκορπάτε το σκοτάδι
κι ομορφαίνετε τη γη
κει ψηλά στους ουρανούς σας
μες σε χρώματα πολλά
νόμους κάνετε δικούς σας
κι εμείς όνειρα τρελά,

ΠΩΣ ΜΠΟΡΩ

Πως μπορώ να ξεχάσω
πες μου αλήθεια πως.
Ήταν μπόρα και πάει
ήταν ένας καημός.
Μες στη δύνη εκείνη
της πικρής μου ζωής
που πληγές μόνο αφήνει
δεν αντέχει κανείς.
Πέρασε πια η ζωή
όνειρό μας είναι τώρα
Ένα τρένο στη στροφή
που το πήρε η κατηφόρα.
Φρένο δεν υπάρχει πια
δεν μπορεί να σταματήσει
όπου είναι το γραφτό
μοναχά θα τερματίσει,


Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Κρίμα που ήρθες κι άφησες
λίγα λουλούδια μόνο
μπροστά στη πόρτα κι έφυγες
να μπεις δεν είχες χρόνο.
Μια κάρτα επίσης έγραφε
Σε αποχαιρετάω.
Πρέπει να φύγω βιαστικά
μακριά έχω να πάω.
Αφήνω τα λουλούδια αυτά
πάντα να σου θυμίζουν
έστω και αν θα μαραθούν
έστω κι αν δεν μυρίζουν.
Σε μία άκρη βάλε τα
μέσα σε ένα βάζο
θε να σου λένε σιωπηλά
αγάπη δεν αλλάζω,
Θα σ έχω πάντα στη καρδιά
και πάλι θα γυρίσω
κι αν φεύγω τώρα μακριά
κοντά σου θε να ζήσω.
Κάνε λιγάκι υπομονή
μόνη δε θα σ αφήσω.
Έτσι όπως φεύγω βιαστικά
έτσι θε να γυρίσω.
Δάκρυ πικρό να μη χυθεί
απ τα γλυκά σου μάτια
αν μου τα φέρει ο άνεμος
θα γίνω δυο κομμάτια.
Κ ι αν φεύγω τόσο βιαστικά
δεν θέλω ν αντικρίσω
τα δυο σου μάτια τα γλυκά
γιατί θε να δακρύσω.
Και η καρδιά μου δε βαστά
τόσο μεγάλο πόνο
αφού θα ζούμε χωριστά
δεν ξέρω πόσο χρόνο.


Μάνα μου Μανούλα μου.

Μάνα μου Μανούλα μου
νάξερες πόσο μου λείπεις
πάντοτε σ αναζητώ
στις χαρές στις λύπες.
Η μορφή σου έρχεται
στον ύπνο κάθε βράδυ
νιώθω πάντα τ απαλό
στοργικό σου χάδι.
Με χαμόγελο γλυκό
πάντα μου μιλάς
στον βαθύ τον ύπνο μου
πάντα μου μιλάς.
Μάνα μου Μανούλα μου
η κακή η μοίρα
μ έχει αφήσει ορφανή
κι άπ αγάπη στείρα.
Μόνο η αγάπη σου
πιο μεγάλη απ όλες
δεν ζητά αντάλλαγμα
στης ζωής τις μπόρες.
Στη δική σου αγκαλιά
πάντοτε κρυβόμουν
απ όσα με κυνήγαγαν
κι απ όσα εγώ φοβόμουν.
Ήσουν η παρηγοριά
και το ησυχαστήρι
δεν με χάλαγες ποτέ
ούτε ένα χατήρι.
Έκρυβες το δάκρυ σου
τη λύπη και τον πόνο
ήθελες χαρούμενη
να σε βλέπω μόνο.
Την ψυχή σου θάδεινες
αν σου τη ζητούσα
πιο πολύ εσύ πόναγες
εγώ όταν πονούσα.
Τι να πρωτοθυμηθώ
Μάνα μου καλή μου Μάνα
μέσα μου πάντα χτυπά
της ερημιάς καμπάνα.




Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Η ΑΓΑΠΗ

Καλώς όρισες Αγάπη
μες στην άδεια μου καρδιά
Τώρα γέρνω το κεφάλι
απ την άλλη τη μεριά.
Και κοιτάζω τη ζωή μου
Μ άλλα μάτια τη θωρώ.
Αν εσύ θάσαι μαζί μου
τότε μπρος θα προχωρώ.
Κάνω όνειρα και πάλι
μα φοβάμαι μη χαθώ
μες στη τόση παραζάλη
ξάφνου μόνη μη βρεθώ
πως φοβάμαι το σκοτάδι
έχει τόση ερημιά
όταν έρχεται το βράδυ
φέρνει και τη μοναξιά.

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ

Στο μπαλκόνι του σπιτιού μου καθισμένη
κάθε βράδυ μοναχή μου το περνώ.
Τη ζωή μου αναπολώ συλλογισμένη
και τις πίκρες μία μία τις μετρώ.

Δίχως να το θέλω πίσω όλο γυρνάω
μα και μπρος μου σαν κοιτάζω τι μ αυτό
αχ ζωή αφού το ξέρεις σ αγαπάω
εσύ όμως με κάνεις να πονώ.

Χαμογέλασε λιγάκι και σε μένα
σου ζητάω λίγα και όχι πολλά
κάνε στα δυο χείλη μου τα πικραμένα
το χαμόγελο ν ανθίσει σιωπηλά.

Θεέ μου όχι είναι άδικο το ξέρω
η στιγμή είναι λιγάκι θλιβερή
τ όνομά σου με αγάπη το προφέρω
απ το χέρι με κρατάς κάθε στιγμή.

Δεν μ αφήνεις πουθενά να κακοπέσω.
την παράκλησή μου πάντα την ακούς
κι αν καμιά στιγμή τυχαίνει να πονέσω
τη βοήθεια σου ζητάω με λυγμούς.


Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

ΚΡΙΜΑ

Κρίμα που ήρθες κι έφυγες
σαν να ήσουνα αγέρας
και δεν εγεύτικες ποτέ
ετούτη τη ζωή.
Ήτανε τόσο σύντομο
το χάραμα της μέρας
ύστερα το σκοτάδι το βαθύ.
Κι αν η μικρή αναλαμπή
που σ έφερε στο κόσμο
μιας στάλας γεύση σ άφησε
πικρή η και γλυκιά,
εκεί ψηλά που βρίσκεσαι
ένα σημάδι δος μου
πως είναι η ψυχούλα σου
αν όλα είναι καλά.
Για να μπορέσω και εγώ
λίγο να ησυχάσω
και η δική μου η ψυχή
να αναπαυθεί.
Να ξέρω πως αν κάποτε
κοντά σου θε να φτάσω
το τέλος μου εδώ στη γη
εκεί θα είναι η αρχή.


Ο ΜΠΕΚΡΗΣ

Μέσα στα μάτια έκλεινε
τη σιωπή του κόσμου.
Πέρασε απαρατήρητη
από μπρος του η ζωή.
Αόρατες σκορπίζονταν
οι μυρουδιές του δυόσμου
αυτός καθότανε βουβός
στης τύχης το σκαλί.

Έπεφτε πια το σούρουπο
μες στη γυμνή ψυχή του.
Τα μάτια του ελάμπανε
ζωντάνια αρρωστημένη
Άκουγε μες στη γύμνια του
την τραγική φωνή του
ήξερε τι του έγραφε
η μαύρη του ειμαρμένη,

Παράξενα κι απόμακρα
σχήματα και εικόνες
έκαναν την εμφάνιση
μες στο θολό μυαλό του
σαν σε ταβέρνα τακτικοί
ερχότανε θαμώνες
για να χλευάσουνε μαζί
το μαύρο ριζικό του.




Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΟΡΤΗΣ

Το ξέρω είναι κατόπιν εορτής.
Αυτό σε σένα να το πεις.
Γιατί τα μάτια μου να δεις
και την ψυχή μου θες να ψάξεις.
Τίποτα δεν μπορείς να βρεις
τίποτα δεν μπορείς ν αλλάξεις.
Μέσα ειν όλα κλειδωμένα
όνειρα πίκρες και καημοί μαζί με σένα.
.Είναι κατόπιν εορτής.
Δεν θ άπρεπε να με γυρέψεις
και χρόνο μόνο να ξοδέψεις
για ένα παράπονο πικρό
που στην καρδιά σου είχες κλείσει
και δεν μπορούσε να σ αφήσει
χρόνια και χρόνια αναπαμό.
Είναι κατόπιν εορτής.
Γιατί όλα τα παράπονά μου
που έχω κλεισμένα στη καρδιά μου
τίποτα δεν μπορείς να δεις
είναι κατόπιν εορτής.

Ο ΜΑΡΑΜΕΝΟΣ ΑΝΘΟΣ

Τα χρόνια συλλογίζομαι που πέρασαν χαμένα
με μάτια βουρκωμένα
αλλοτινής ζωής.
Κι εγώ μονάχη κάθομαι τώρα κι αναλογιέμαι
και νοερά πλανιέμαι
μιας Άνοιξης αγνής.
Μα τώρα φύλλα και κλαδιά ανάκατα ριγμένα
και ρόδα μαραμένα
στης λίμνης το βυθό.
Μάτια γεμάτα δάκρυα στη θλίψη βουτηγμένα
κοιτάζουνε θλιμμένα
τον μαραμένο ανθό.





Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Ο ΥΠΝΟΣ

Χαράζει ο ύπνος τη σιωπή
τα βλέφαρα πριν κλείσω
κάνε λιγάκι υπομονή
να σε καληνυχτίσω

κι όταν θα έρθουν τα όνειρα
τα μάτια σφαλισμένα
μορφές φευγάτες μακρινές
θα δουν μαζί και σένα.

Που θα τα γνέφουν σιωπηλά
να μπουν στο περιβόλι
να κόψουν ε απ τους ανθούς
πριν μαραθούνε όλοι.

Και κει στο ονειροπόλημα
θα δουν με ψευδαισθήσεις
όσα τα είδαν ξυπνητά
και μείναν αναμνήσεις.

Κι όταν ξυπνήσουν το πρωί
με πικραμένο στόμα
θα ήθελαν να ξαναδούν
το όνειρο ακόμα,





ΤΟ ΠΑΛΗΚΑΡΙ

Που είναι τι παλικάρι που ήξερα
που πάει η λεβεντιά του
που είναι η ομορφάδα του
 που είναι η παλικαριά του.

Τώρα γεράκος έγινε
ευαίσθητος θλιμμένος
θυμάται όλα τα παλιά
που φύγαν πικραμένος.

Έφυγε η φρεσκάδα του
άλλαξε η θωριά του
τα μάτια του βαθούλωσαν
του πέσαν τα μαλλιά του.

Μα κι αν όλα του άλλαξαν
κι είναι η ψυχή στο στόμα
μες στην καρδιά μου μένει νιος
τον αγαπώ ακόμα.




ΘΟΛΕΣ ΜΝΗΜΕΣ

Θολές οι μνήμες έρχονται απ το βάθος
του τούνελ της ζωής το σκοτεινό.
Τι έφταιξε και όλα πήγαν λάθος
και τίποτα δεν βγήκε αληθινό.

Λιγόστεψε ο αέρας που αναπνέω
κουράστηκα σ αυτή τη διαδρομή.
Ίσως στ αλήθεια κάπου κι εγώ να φταίω
μου παίρνουνε τον νου οι λογισμοί.

Σημάδεψε τα χρόνια της ζωής μου
κείνο το όνειρο το μακρινό
σε κάστρο μέσα κλείστηκε η ψυχή μου
δίχως να βλέπει γη και ουρανό.

Κει μες στα ξεχασμένα απομεινάρια
του νου που ξέφτισαν από καιρό
ζητώ να βρω της νιότης μου τ αχνάρια
μα είναι αργά σβηστήκαμε θαρρώ.

ΖΗΣΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΜΟΥ

Ζήσε με την εικόνα μου
κι εγώ με τη  δική σου.
Άσε ταξείδι μακρινό
να κάνει η θύμησή σου.
Σε κείνα που αφήσαμε
στου χρόνου πια τη ράχη
αφού η ζωή μας έλαχε
να ζούμε πια μονάχοι.
Εμείς δεν το θελήσαμε
μα μοναχά η μοίρα
καθόρισε τα σύνορα
μας έβαλε φραγμούς
δεν είχαμε τη λογική
δεν είχαμε την πείρα
είμαστε νέοι άπειροι
γεμάτοι δισταγμούς.


ΕΙΧΑ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ

Είμαι μια άρρωστη ψυχή.
το βλέπω και το νιώθω
μα γιατρικό δεν η μπορώ
να βρω πια πουθενά.
Είχα κι εγώ ένα όνειρο
είχα κι εγώ έναν πόθο
μα πριν προλάβει έσβησε
δεν είναι πουθενά,

Κι όλο τώρα βυθίζομαι
στον πόνο το βαθύ
ελ άπλωσε το χέρι σου
και βγάλε με αν θέλεις
μη με αφήνεις μοναχή
το σούρουπο ακολουθεί
κι η νύχτα είναι πια κοντά
σιμά της μη με στέλνεις.



ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ

Τα μαύρα σου μάτια
μη χάσουν τη λάμψη
σε κείνα θα βλέπω
το φως της αυγής.
Κι αν φύγουν τα χρόνια
κι ως μ έχουν γεράσει
σε κείνα θα βρίσκω
νερό της πηγής.
Κι αν φύγει η εικόνα σου
που έχω στον νου μου
σκοτάδι θα γίνει
τριγύρω μου πια.
Κοντά σου αν δεν είμαι
και ξάφνου σε χάσω
νεκρό θα με βρούνε
σε κάποια γωνιά.
Μα ακόμη στο λέω
τι κι αν αποθάνω
το φως των ματιών σου
θα πάρω μαζί
Μαζί με τ αστέρια
θα φέγγουν κει πάνω
τη λάμψη τους θα στέλνουν
κάτω στη γή.