Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

ΜΑΤΑΙΕΣ ΠΡΟΣΜΟΝΕΣ

Δύσκολα αναπνέω απόψε το άδειο βράδυ.
Οι νοσταλγίες με πνίγουν
οι δρόμοι της επιστροφής
μακρινά σημάδια
μιας περασμένης ζωής
Προσπαθώ να συνδέσω τα κομμάτια της.
εκείνα με ξεφεύγουν.
Περιοχές κενού
χωρίς ένα ανθισμένο  λουλούδι.
Ακούω έξω να πέφτουν ψιχάλες.
Ο ρυθμικός τους χτύπος
ίδιος με .της καρδιάς μου.
Σαν ένα τραγούδι της σιωπής
που μελαγχολικά νανουρίζει
την θλίψη της ψυχής μου.
Μακρινοί ψίθυροι χωρίς σκοπό
απομακρύνουν τον  ύπνο μου
που μάταια προσπαθεί να με πλησιάσει.
Σηκώνομαι.
Όρθια στέκομαι στο παράθυρο.
Θολό το τζάμι.
Σταγόνες κυλούν πάνω του
κοιτάζονται συνωμοτικά
με τις δικές μου σταγόνες
που κυλούν στο πρόσωπό μου.
Ασυμβίβαστο  αλισβερίσι
Ένα αντάμωμα χαράς και λύπης.
Σκέπτομαι
.Πολλά ασυμβίβαστα έχει η ζωή.
όμως εμείς προχωράμε
κι ας είναι μάταιες οι προσμονές.
Θάμπωσαν τα μάτια
απ την ομίχλη του χρόνου
Φθινοπωριασε και γώ
άργησα να το καταλάβω
κι όμως θάπρεπε.



Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

ΣΤΟΝ ΚΌΣΜΟ ΤΗΣ ΣΙΩΠΉς

Ένα αγκάθι τρύπησε την καρδιά μου
Πόνεσα γιατί από χέρι που αγάπησα
την πλήγωσε.
Και τώρα που η πληγή αιμορραγεί
δεν βρίσκω χέρι να την γιάνει.
Σαν γέρικο κλαδί σπασμένο
στον κόσμο της σιωπής
νιώθω το σώμα μου να γέρνει αβοήθητο.
Η φλόγα της επανάστασης έσβησε
και τα κεριά της ψυχής μου λιωμένα.
Όνειρα που βυθίστηκαν α.κόμη πριν πετάξουν.
Είχαν σπασμένα τα φτερά.
δεν βρήκαν που ν αράξουν.
Και γω ένα μικρό πουλί που βγήκε
απ τη φωλιά του
κάθισε σε ψηλό κλαδί
και μάτωσε η καρδιά του.
Είδα τον κόσμο αλλιώτικο απ ότι φανταζόμουν
μόνο το ψέμα έβλεπα αλήθεια ονειρευόμουν.
Σαν το νεράκι μιας πηγής σαν τη δροσιά τ αγέρα΄
σαν γλυκοχάραμα αυγής βασίλεμα μιας μέρας
έτσι όλα τα γεύτηκα σε μια στιγμή στο χρόνο
σαν να τα ονειρεύτηκα σε σε μία νύχτα μόνο.


Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ

Κουβαλώ τα υλικά των ονείρων.
Η ομορφιά μαραίνεται δεν σβήνει.
Πολλές φορές η κακία κυλάει σαν δάκρυ
στις αυλακιές του προσώπου.
Η γεύση της μνήμης είναι μαγική.
Είναι μια επαναλαμβανόμενη νοσταλγία.
Θ΄΄αθελα να ξεχαστώ να ονειρευτώ
ν αρμενίσω μακριά από τα βαλτόνερα
που κουβαλάει η ψυχή μου.
Η ελπίδα καμιά φορά
στείνει και τις πιο πλανερές παγίδες.
Να ζούμε την ομορφιά όπως μας προσφέρεται.
Η ομορφιά σε οδηγεί σε συνάντηση με την ψυχή σου.
Μπορεί να την συναντήσεις ανεπάντεχα
ένα  καλοκαιρινό μεσημέρι
κάτω από τον ίσκιο μιας ανθισμένης πικροδάφνης  .
Καμιά φορά στέλνω το βλέμμα μου
μακριά στους ορίζοντες
να  κάνει κύκλους ακολουθώντας τους γλάρους΄
όταν ο ήλιος σφυρίζει ευδιάθετος
πριν κόψει τις βόλτες του.
Και όταν το ολόγιομο Φεγγάρι
αφήνει τους αναστεναγμούς του
πάνω σε μια ήρεμη θάλασσα.



Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

ΜΠΡΟΣΤΆ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Στενεύουν οι μέρες στην κάμαρη μου.
Με θαμποχάραχτες πηνελιές
χαράζω το δρόμο της πορείας μου.
Φυτεύω στίχους για να σε κρατήσω
συντροφιά μου    στην άγνωστη διαδρομή.
Ένα αμίλητο Φθινόπωρο
με ξαφνικά αγγίγματα άνοιξης
στοιχειώνουν τη ζωή μου.
Αφήνω την πόρτα της ψυχής μου ανοιχτή
για να βρουν καταφύγιο οι άστεγες ελπίδες μου.
Άραγε ποιο αντάλλαγμα θα ζητήσει ο χρόνος.
 Φοβάμαι για τα ανεξόφλητα χρέει μου.
Βραδιάζει  και γω γράφω στο νεκρό σκοτάδι.
 Αραδιασμένες φωτογραφίες με κοιτάζουν.
Συνομιλώ μαζί τους και συ ακίνητος
με κοιτάζεις σιωπηλός
μέχρι να σκεπάσει η νύστα τα κουρασμένα βλέφαρά μου.
Ο χρόνος με κρατά αιχμάλωτη.
Την πόρτα του νου μου χτυπούν
καθυστερημένες σκέψεις.
Μπροστά στον καθρέφτη άφωνη κοιτάζω
κόκκινα μάτια από αγρύπνια.
Παρηγοριά και καταφύγιο ο ύπνος μου.
Εκεί τρέχω να κρυφτώ μα και κει με βρίσκουν
όλα τα λαθεμένα ζητώντας μία απάντηση.

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Μία ατέλειωτη υπομονή
φέρνει βροχή στα μάτια.
μία σταγόνα βρέχει το μαξιλάρι.
Εκεί που εσύ δεν είσαι πιά.
Αφουγκράζομαι τα άυλα βήματά σου.
Μέσα μου φωλιάζει ο χαμός σου
ψιθυρίζοντας με πως δεν θα ξανάρθεις.
Έφυγες αθόρυβα ένα πρωινό
με την πρώτη αχτίδα του ήλιου.
Σαν θρυμματισμένο γυαλί έμεινα τώρα.
Αιμορραγούν τα πόδια μου
πατώντας πάνω τους.
Πικραμένοι στίχοι
ξεχύνονται από την ψυχή μου.
Όσο και αν προσπαθώ
δεν μπορώ να τους εμποδίσω.
Μες στην αγρύπνια μου
τον πόνο ξενυχτούν.
Μέσα στην άδεια κάμαρη ακούω τη φωνή σου.
Λες κι έχει στοιχειώσει πάνω στο κάθε τι.
Πως έξω από την πόρτα μου
να κλειδώσω τις μνήμες.
Ακόμη και στον ύπνο μου έρχονται
με του ονείρου το ψεύτικο ντύμα.

TA ΒΡΑΔΙΑ

Τα βράδια άφοβα μπορώ να κλαίω
χωρίς να με βλέπει κανείς.
Με την ανάσα μου μάταια προσπαθώ
να ζεστάνω την παγωνιά της ψυχής μου.
Ανυπότακτη η σκέψη σκαλίζει μνήμες.
Ένα σακούλι άτακτα αντικείμενα
κουβαλώ στη πλάτη μου
μέσα σε μία εγκαταλειμένη κάμαρη.
Σκιές χορεύουν από το παρελθόν
και γω σαν τρομαγμένο πουλί
φτερουγίζω μέσα στο τίποτα.
Μία στοιβαγμένη αγάπη
κρατά στα στήθια της μοναχικά τριαντάφυλλα.
Έτοιμα να φυλλοροίσουν
στο ψύχος μιας εγκατάλειψης.