Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΡΥΑΚΙ

Γοργά γοργά χαρούμενο
κυλάει το ρυάκι
και σαν πουλί πετούμενο
που τρέχει γι άλλη γη
κινά απ τα ψηλά βουνά
αυλάκι σκάβει αυλάκι
μονάχο μες τη σιγαλιά
στης νύχτας τη σιγή.

ΦΕΥΓΕΙΣ

Φεύγεις και φεύγει μαζί
το χαμογέλιο της αυγής
το τριανταφιλένιο
Και από τη δύση του Μαγιού
το σύθαμπο του δειλινού
το αχνομενεξεδένιο.
Και συνεπαίρνει τους ανθούς,
με τη μοσκοβολιά τους
την ονειροαιθερένια.
Και από τ αστέρια τ ουρανού
την αχτιδοβολιά τους
τη μαργαριταρένια.
Κι εμέ μονάχη μ άφησες
άνοιξη δίχως Μάη
μέλι χωρίς μελίσσι
Να νιώσω περισσότερο
ν αμανατρικυμμάει
του πόνου το μεθύσι.




ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΡΟ

Πως ν αλλάξω το σήμαντρο
της καμπάνας  εντός μου
να χτυπά πιο χαρούμενα
να χτυπά πιο αργά.
Για να κρύψω τον πόνο μου
που είναι μόνο δικός μου
αφού κανείς απ τους γύρω μου
δεν ακούει δε νογά

Σαν πουλί ολομόναχο
που κουρνιάζει σε μια άκρη
ξεκομμένο και έρημο
από τ άλλα πουλιά
Που μαζί ταξιδεύαμε
ως του κόσμου την άκρη
και μαζί ξανακτίζαμε
την καινούργια φωλιά.

Τώρα ανήμπορο έμεινε
τα φτερά του κοπήκαν
κάποιο χέρι του στέρησε
τη χαρά της ζωής.
Κάποια σφαίρα το χτύπησε
κάποια σκάγια το βρήκαν
και ανήμπορο έμεινε
δεν θα τόβρει κανείς.







Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

ΠΩΣ ΜΠΟΡΩ

Πως μπορώ να ξεχάσω
πες μου αλήθεια πως
Ήταν μπόρα και πάει
ήταν ένας καημός.
Μες τη δύνη εκείνη
της πικρής μου ζωής
που πληγές μόνο αφήνει
δεν αντέχει κανείς.
Στα φτερωτά μου όνειρα
τις νύχτες που κοιμάμαι
βλέπω εικόνες μυστικές
που μου χαμογελούν
σαν μακρινά μου είδωλα
που αχνά μόλις θυμάμαι
μα σαν ξυπνώ όλα χάνονται
κι έρχονται οι σιωπές.

ΣΤΟΝ ΒΙΚΤΟΡΑ

Θάθελα νάρθω να σε δω
όμως διστάζω ομολογώ.
Θα βρω την πόρτα σου κλειστή
και κείνα που είχα ονειρευτεί
δεν θάναι αλήθεια
η φαντασία τα κρατά
από συνήθεια.
Έμαθα έτσι πια να ζω
ψηλά στα σύννεφα πετώ
με ψευδαισθήσεις
Είναι κρυφή πια στη ψυχή
μια ανεκπλήρωτη ευχή
να ευτυχήσεις.


ΑΝΑΤΟΛΉ ΚΑΙ ΔΎΣΗ

Είναι  η νύχτα άφωνη
είναι χωρίς αστέρια
και το σκοτάδι απλώνεται
σ ολάκερη τη φύση.
Οι σκέψεις μου όλες χάνονται
πετούν σαν περιστέρια
άλλες τραβούν για ανατολή
και άλλες προς τη Δύση.

Αυτές που πάνε Ανατολή
παίρνουν μαζί και μένα
βλέπω από το πέταγμα
τον κόσμο μ άλλα μάτια
να έχει ελπίδες κι όνειρα
και φώτα αναμμένα
να φέγγουν δρόμους ανοιχτούς
στενά και μονοπάτια.

Μα κείνες όπου τράβηξαν
μόνες κατά τη Δύση
εμένα μ αφήσανε εδώ
στη γη τη διψασμένη
σε δυο κομμάτια μ έκοψαν
και μ έχουν χωρισμένη
μα πιο πολύ την Ανατολή
εγώ έχω προτιμήσει.

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ

Συνήθισα να περπατώ
τους άδειους δρόμους της ψυχής μου
σαν μια καταδίκη τελεσίδικη.
Οι δρόμοι στενεύουν.
Μία ταμπέλα γράφει ΑΔΙΕΞΟΔΟ
Δίπλα μου περνά ο χρόνος
σιωπηλός και μονότονος.
Είναι αργά πολύ αργά
έστω και για ένα δάκρυ.
Μα κάπου κάπου σιγανά
δακρύζω σε μιαν άκρη.
Μένω εδώ ακίνητη.
Φευγαλέα ξανοίγματα
συννεφιασμένου ουρανού.
Κάποιες αχτίδες προβάλουν
μέσα από τα σύννεφα
φωτίζοντας το στενό μονοπάτι
της διαδρομής.
Και τότε ένα φτερούγισμα ελπίδας
αναδεύεται μέσα μου.
ξεγελώντας την πραγματικότητα.