Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

ΜΟΥΣΚΕΜΈΝΑ ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΑ

Μυρίζω τα μουσκεμένα τριαντάφυλλα
Η καρδιά μου θριμάτησε από καιρό
΄όλα τα εμπόδια της σιωπής.
Το θλιμμένο βλέμμα σου
βόλι ήταν στην καρδιά μου
Τα μάτια δείχνουν την φυλαγμένη θέληση
που αναπαύεται στην άτολμη καρδιά μας.
Σκάλισα μέσα στα στήθια μου
το τρυφερό σου όνομα.
Και συ μες στα χέρια μου
σαν σπασμένο κλαρί γέρνεις.
Έρχονται με τον άνεμο
οι ξενιτεμένες στιγμές΄.
Οι πρωινές ελπίδες ξεχνούνε
τις βραδινές σκιές.
.Τα όνειρα ξαφνιάστηκαν σαν σμάρι περιστεριών
και σκόρπισαν μέσα στη νύχτα.
Φτάνουν ως εκεί που συναντούν τον ύπνο.
Απόψε που τα μάτια μου τον αναζητούν.
ας έρθει έτσι αθόρυβα τα βλέφαρα να κλείσει.
να μην ακούω τη ραγισμένη φωνή
του αναστεναγμού σου.



ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟ ΔΟΞΑΡΙ

Είπες θάρθεις.Σε πρόσμενα
σαν πολύτιμο μύρο
σαν γλυκιά αναπνοή.
Κι άκουσα ανεπάντεχα
τα πατήματα τ ονείρου
τ ουρανού μια αναλαμπή.
Ήρθες μόνο σαν χάδι
σαν μια δύση χρυσή
μια σκιά στο σκοτάδι
μα δεν ήσουν εσύ.
Και του πόνου τ ακοίμητο
της ψυχής μου δοξάρι
κάτω από εν άστερο
βουρκωμένο ουρανό
κάτω από εν αγέννητο
ραγισμένο φεγγάρι
τραγουδούσε μονάχο του
ένα θλιμμένο σκοπό.



Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

ΛΙΒΑΔΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ

Πολλές φορές οι θύμησες
Λιβάδι αγαπημένο
αντίκρυ από τον Όλυμπο
είσαι ψιλά κτισμένο.
Μικρό αγόρι ήμουνα
όταν σε πρωτοείδα
σε έζησα και έγινες
μια δεύτερη Πατρίδα.
Ψιλά στη ράχη φάνταζαν
τ ασβέστατα τα σπίτια
όταν τα πρωτ αντίκρισα
με μάραναν τα στήθια.
Απ έξω ήταν άχαροι
οι μαυρισμένοι τοίχοι
μα μέσα πεντακάθαρα
πανέμορφα κιλίμια
στρωμένα στα δωμάτια
και στις ψιλές τις κόχες΄
Πλακοστρωμένες οι αυλές
άστραφταν απ τη πάστρα.
Δεν θα ξεχάσω τις βραδιές
με τ όμορφα νυχτέρια
δίπλα στο τζάκι  πούκαιγε
κούτσουρα απ το δάσος.
και μοσχομύριζε η φωτιά
έλατο και ρετσίνι
Οι νιες οι αρχοντοβλάχησιες
με τα όμορφα καερούκια
και με τα ροδομάγουλα
της φύσης τα φτιασίδια
πανέμορφες κουβάλαγαν
τις στάμνες τους στον ώμο.
Οι άνδρες λεβεντόκορμοι
μ αστραφτερά τσαρούχια
τις Κυριακές στην Εκκλησιά
όλα φρεσκοβαμμένα,
Οι κάπες τους γυαλιστερές
στους ώμους τους ριγμένες
κι ο Κούκος το καπέλο τους
στην κεφαλή τους πάνω.
Την αρχοντιά τους έδειχνε
του μοσχοβλάχου η γέννα
Στο πανηγύρι Ται ΗΛΙΆ
και του Αυγούστου πάλι
κόσμος πολύς ερχότανε
που φύγαν για άλλα μέρη.
Να προσκυνήσουν θέλανε
τη γη όπου γεννήθηκαν
και τους θυμίζει τόσα.
Να σμίξουν με φίλους συγγενείς
που είχαν καιρό να δούνε.
Να αναπνεύσουν καθαρό
του Λιβαδιού αέρα.
Στο κιόσκι να κατέβουν ε
να δουν κάτω τον κάμπο
απ το μεγάλο υψόμετρο
χίλια διακόσια μέτρα.
Να αγναντέψουν τα χωριά
που είναι σκορπισμένα
κι όταν πέφτουν τα σύννεφα
και όλα τα σκεπάζουν
εσύ νομίζεις βρίσκεσαι
πάνω σε Αεροπλάνο.
Οι άνθρωποι φιλόξενοι
κι αρχοντογεννημένοι
Από τη στάνη ως έρχονται
στο σπίτι σαν γυρίζουν
πλένονται καθαρίζονται
κάτω εις τα κατώγια
και πάνε πεντακάθαροι
στις κόχες να καθίσουν.
Τον Μάη κατεβαίνουν ε
στον κάμπο για τον κούρο.
ο αέρας μοσχομύριζε
από αρνιά ψημένα.
οι πίτες ροδοκόκκινες
στη γάστρα ήταν ψημένες.
Το γήδινο το βούτυρο
γύρο μοσχοβολούσε.
Σαν τι να πρωτοθυμηθώ
Λιβάδι αγαπημένο.
Τα χρόνια κι αν περάσανε
εγώ θα σε θυμάμαι
κομμάτι από τη νιότη μου
έμεινε εκεί κοντά σου.








.




Ο ΥΠΝΟΣ Ο ΒΑΘΥΣ

Φύτρωσε το άνθος το πρωί
τη μέρα μεγαλώνει .
Τη νύχτα όμως χάνεται
και η ζωή τελειώνει.
Η Μοίρα έτσι είναι της ζωής
πολύ να μην κρατάει
ο χρόνος ο αδυσώπητος
την κόβει την πετάει.
Ποτέ δεν λες ησύχασα
πάντα έχεις φροντίδες.
και πάντα θες και εύχεσαι
και πάντα έχεις ελπίδες.
Να μεγαλώσεις τα παιδιά
να τ αποκαταστείσεις.
Να ρθει και η δική σου η σειρά
ήρεμα πια να ζήσεις.
όμως πόσο γελάστηκες
ο αγώνας δεν τελειώνει
είναι ο νόμος της ζωής
πάντα να σε φορτώνει.
Και κει που λες τελείωσα
βάσανα αρχίζουν άλλα
ίσως πιο μεγαλύτερα
ίσως τα πιο μεγάλα.
Το σώμα σου υποχωρεί
χάνει τη δύναμη του
αρχίζει τώρα να γερνά
χάνει πια την ορμή του.
Κουράστηκε όλη τη ζωή
μάχες πολλές να δίνει
και τώρα άλλο τίποτα
δεν έχει απομείνει.
Γι αυτό έτσι σιγά σιγά
γέρνει στο προσκεφάλι
τον παίρνει ο ύπνος ο βαθύς
μέρα δεν βλέπει άλλη.
Έτσι τελειώνει η ζωή
σαν να κρατά μια μέρα
γεννήθηκες ένα πρωί
χάνεσαι την εσπέρα.
Τα χρόνια είναι μια στιγμή
αυτό πάντα θυμήσου
μη σπαταλάς ούτε λεπτό
φρόντισε τη ζωή σου.
Μην τον αφήνεις να περνά
τον χρόνο να διαβαίνει
ποτέ μη λες έχω καιρό
δεν ξέρεις αν θα έρχεται
η μέρα η επομένη.




Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

ΣΤΟ ΝΟΤΙΣΜΕΝΟ ΧΩΜΑ.

Ότι καλό ζητήσαμε
νέοι όταν είμαστε ακόμα.
Κι ότι όνειρα κτίσαμε
στο νοτισμένο χώμα
σε μια καμπή ε γονατίσαμε
στου δρόμου τη γωνία
και πάλι ξεκινήσαμε
κι ας είχαμε αγωνία.

Να γράψουμε όλοι θέλαμε
δική μας ιστορία.
Μα όταν μεγαλώσαμε
σ αυτή μας την πορεία
Δεν φάνηκε πως η αυγή
με ήλιο θ ανατείλει
μας μπέρδευε τα βήματα
ένα μικρό καντήλι.

Και κάπου κάπου έστεινε
καρτέρι το σκοτάδι
αφού μόνοι γυρεύουμε
να βρούμε ένα σημάδι
να βρούμε έναν οδηγό
έστω ένα μονοπάτι
μα από παγίδες η ζωή
Θεέ μου είναι γεμάτη.

Τα πάντα τότε στέκουνε
ασάλευτα στο νου μας
και μπρος στα μάτια μας η Γη
μικραίνει και στενεύει
μας κλείνει μέσα σε κελί
του ίδιου του εαυτού μας.
Κι έτσι μπροστά μας μοναχά
άγνωστος απλώνεται δρόμος
αυτόν εδιαλεξε ίσως πεις
της μοίρας μου ο νόμος.

Μα να μη σκύψεις και δεχθείς
της μοίρας τα εμπόδια.
Αλλά μ ακύμαντη φωνή
ορθός αντίκρυ στάσου
κι όσα σου φαίνονται άχαρα
κι όσα βλέπεις συντρίμμια
καιρό δεν έχω πες ψυχή
ν ασχοληθώ μ αγρίμια

Και τότε μες στη καταχνιά
γυρνώντας το κεφάλι.
με ίσιο βάδισμα θα βγεις
και θα ριχτείς στην πάλη.
Κι αν δεις ο ήλιος και χαθεί
και πάει κατά τη δύση
μη στρέψεις πίσω τη ματιά
μην τύχη και δακρύσει.

Η νίκη θάρθει από μακριά
μα πρώτη η ελπίδα
θα δεις να σε κυκλώνει αργά
μέσα σου θα φουντώνει
θα σε ζεσταίνει την καρδιά
σαν ήλιος σαν αχτίδα
καινούργια μέρα πια για σε
θα δεις να ξημερώνει.











Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

ΦΩΣ

Όταν ο ήλιος χάνεται
και πάει κατά τη δύση
τ απόβραδου του Εσπερινού
ο δρόμος πια ισκιώνει.
Κριμένη η μοίρα στέκεται
βουβή και σε μοιρώνει.

Βγαίνει τη νύχτα ο στεναγμός
από την πλάση γύρω
Της γης η ανάσα ακούγεται
της γέννας της οι φύτρες.
Σπόροι γεννιούνται για πουλιά
κι άστρα για χαρτορίχτρες.

Ας μη κρατήσει η σιγαλιά
κυκλώνει σαν τον Άδη.
Ύπαρξη εσύ μοναχική
που τριγυρνάς εδώ κι εκεί
Ψάχνεις το φως μες στο σκοτάδι

ΑΠΩΛΙΑ

Κλειστά τα χείλη σώπασε η καρδιά σου .
Η νύχτα με τραβάει στη συντροφιά της
σαν μου θυμίζει η εικόνα σου την ομορφιά σου.
Κλειστή η θύρα .Να μη μπει ο θόρυβος του δρόμου
και το παράθυρο κλειστό που βλέπει στον κήπο.
Κανείς μη νοιάζεται αν είμαι η αν λείπω.
Παρά αγέρας δυνατός μαζί μ ανεμοβρόχι
χτυπάει τα θυρόφυλλα με θύελλας μανία
κι η ώρες αγριεύουνε .Θάλασσας τρικυμία.
Ο πόνος είναι αβάσταχτος. Σπαθί που με σπαθίζει.
 Το χέρι που με έσπρωχνε και πάντα μ οδηγούσε
στο κάδρο η εικόνα σου πλέον θα το θυμίζει.
Η θλιβερή σου ανάμνηση σαν ήλιος ανεβαίνει
στιγμές στιγμές και χάνεται όταν ο ήλιος δύει
και τότε νιώθω την ψυχή στα δάκρυα μουσκεμένη.
Ολόφεγγη απ τα δάκρυα τον πόνο απαλύνει
γιατί τ αποτυπώματα πάνω της τα αφήνει.
Μα με τις σκέψεις μου σε σε τις νύχτες μου γεμίζεις
με ψευδαισθήσεις κι όνειρα ο χρόνος μου περνάει
καθώς σε νοιώθω πλάι μου ψεύτικα να μ αγγίζεις.