Είπες πως θα είναι για πάντα .
μια αγάπη που άνθησε σε δύσκολα χρόνια.
Σ εκείνα τα αθώα χρόνια.
Άδολη μοναδική.
Δεν συναντηθήκαμε ποτέ.
Μόνο οι ψίθυροι των αισθημάτων
γέμιζαν τις ψυχές μας με νέκταρ
χαράς και ατέλειωτης προσμονής.
Τις νύχτες τα όνειρά μας
ήταν γεμάτα από μας.
Ανεκπλήρωτοι πόθοι
λούζονταν στο Σιλωάμ της αγνότητας.
Τα γράμματά μας συναντιόταν στο δρόμο
και κρυφομιλούσαν τρυφερά.
Η επικοινωνία της ψυχής μας
η πλημμύρα των αισθημάτων μας
τυπωμένα πάνω σ ένα χαρτί.
Κρατήσαμε ψιλά τον ιστό της αγνότητας.
Οι δρόμοι μας δεν συναντήθηκαν ποτέ.
Ο καιρός πέρασε
Οι υποσχέσεις ξεθώριασαν.
Τα γραφτά μείναν.
Οι καρδιές πικραμένες.
Το δάκρυ τις νότισε για να μην μαραθούν.
Η αγάπη καντήλι σε ξωκλήσι έρημο.
Τα χνάρια μας χαμένα στο άγνωστο
Γραφτό της μοίρας
Οι δυνατές αγάπες να μη σμίγουν
Ίσως για να κρατούν.
Κάποια αύρα της νοσταλγίας
δρόσιζε τις ψυχές μας.
Αόρατες δυνάμεις άκουγαν
ένα κρυφό λυπημένο τραγούδι της καρδιάς
κάπου κάπου στη σιωπή της νύχτας.
Ίσως μας συμπόνεσαν.
Βρήκαν τους χαμένους δρόμους μας
Δέσανε τις άκρες μας.
χτύπησε το τηλέφωνο ήσουν εσύ.
Ήταν η φωνή σου βαθιά
σαν από το υπερπέραν.
Νόμιζα ήταν όνειρο.
Δεν έβλεπα το πρόσωπό σου
άκουγα μόνο τη φωνή σου
να προφέρει τ όνομά μου.
Όλα λούστηκαν μες το φως.
Ένα φως που έδιωξε την ομίχλη του χρόνου.
ίσως ήταν λίγο αργά.
Όμως μια μελαγχολική ευτυχία
πλημμύρισε την καρδιά μου.
Μακρινή ηχώ δίχως πρόσωπο.
Ήρθε από μακριά όπως μια αναλαμπή.
για να χαθεί για πάντα σ έναν κόσμο αλλιώτικο
κοντά σε μια ουράνια αρμονία
εκεί που οι ψυχές βρίσκουν ανάπαυση.
Σίγησε το τηλέφωνο ξαφνικά
Ο θάνατος δεν γνωρίζει από καρδιές
για να τις συμπονά.
Τις παίρνει ξαφνικά στα φτερά του και φεύγει.
μια αγάπη που άνθησε σε δύσκολα χρόνια.
Σ εκείνα τα αθώα χρόνια.
Άδολη μοναδική.
Δεν συναντηθήκαμε ποτέ.
Μόνο οι ψίθυροι των αισθημάτων
γέμιζαν τις ψυχές μας με νέκταρ
χαράς και ατέλειωτης προσμονής.
Τις νύχτες τα όνειρά μας
ήταν γεμάτα από μας.
Ανεκπλήρωτοι πόθοι
λούζονταν στο Σιλωάμ της αγνότητας.
Τα γράμματά μας συναντιόταν στο δρόμο
και κρυφομιλούσαν τρυφερά.
Η επικοινωνία της ψυχής μας
η πλημμύρα των αισθημάτων μας
τυπωμένα πάνω σ ένα χαρτί.
Κρατήσαμε ψιλά τον ιστό της αγνότητας.
Οι δρόμοι μας δεν συναντήθηκαν ποτέ.
Ο καιρός πέρασε
Οι υποσχέσεις ξεθώριασαν.
Τα γραφτά μείναν.
Οι καρδιές πικραμένες.
Το δάκρυ τις νότισε για να μην μαραθούν.
Η αγάπη καντήλι σε ξωκλήσι έρημο.
Τα χνάρια μας χαμένα στο άγνωστο
Γραφτό της μοίρας
Οι δυνατές αγάπες να μη σμίγουν
Ίσως για να κρατούν.
Κάποια αύρα της νοσταλγίας
δρόσιζε τις ψυχές μας.
Αόρατες δυνάμεις άκουγαν
ένα κρυφό λυπημένο τραγούδι της καρδιάς
κάπου κάπου στη σιωπή της νύχτας.
Ίσως μας συμπόνεσαν.
Βρήκαν τους χαμένους δρόμους μας
Δέσανε τις άκρες μας.
χτύπησε το τηλέφωνο ήσουν εσύ.
Ήταν η φωνή σου βαθιά
σαν από το υπερπέραν.
Νόμιζα ήταν όνειρο.
Δεν έβλεπα το πρόσωπό σου
άκουγα μόνο τη φωνή σου
να προφέρει τ όνομά μου.
Όλα λούστηκαν μες το φως.
Ένα φως που έδιωξε την ομίχλη του χρόνου.
ίσως ήταν λίγο αργά.
Όμως μια μελαγχολική ευτυχία
πλημμύρισε την καρδιά μου.
Μακρινή ηχώ δίχως πρόσωπο.
Ήρθε από μακριά όπως μια αναλαμπή.
για να χαθεί για πάντα σ έναν κόσμο αλλιώτικο
κοντά σε μια ουράνια αρμονία
εκεί που οι ψυχές βρίσκουν ανάπαυση.
Σίγησε το τηλέφωνο ξαφνικά
Ο θάνατος δεν γνωρίζει από καρδιές
για να τις συμπονά.
Τις παίρνει ξαφνικά στα φτερά του και φεύγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου