Ανέβηκε ψηλά στο εξωκλήσι
η μάνα ν ανάψει ένα κερί
στη Παναγιά το δάκρυ της ν αφήσει
για το παιδί της που ήταν άρρωστο πολύ.
Ο πόνος της καρδιάς της χρόνια τώρα
δεν την αφήνει ποια να κοιμηθεί
χήρα παντέρημη και μαυροφόρα
με άρρωστο βαριά ένα παιδί.
Η μοίρα της σκληρή την έχει δέσει
πίσω από το άρμα της και την τραβά
πόσο ακόμα να βαστάξει να πονέσει
γονατιστή παρακαλεί την Παναγιά.
Εκεί μπροστά στο αναμμένο το καντήλι
το πρόσωπο της μοιάζει άυλη σκιά
ψελλίζει η δύσμοιρη με πικραμένα χείλη
θερμή παράκληση στη Παναγιά.
Στέψε το βλέμμα σου Πανάγαθη Π αρθένα
λυπήσουμε σε παρακαλώ
βοήθεια δεν έχω από κανένα
για τ άρρωστο παιδί μου το φτωχό.
Στέρεψε ποια το δάκρυ στη ματιά μου
τον πόνο ένιωσες απ όλους ποιο πολύ
δεν τον βαστάει άλλο η καρδιά μου
και ορφανό θα μείνει τ άρρωστο παιδί..
Καθώς σκυφτή όλο προσευχόταν
ένοιωσε ένα χέρι πάνω της ν ακουμπά
το βάρος της καρδιάς αργότερα θυμόταν
σαν περιστέρι πέταξε μακριά.
Μπροστά της είδε μια αχτίδα
μια λάμψη απ την εικόνα είχε βγει
γέμισε η καρδιά της με ελπίδα
γαλήνεψε από μέσα της η ψυχή.
Ανάλαφρη ποια γύρισε στο σπίτι
είδε στο στρώμα τ άρρωστο παιδί
χαρούμενο σαν το μικρό σπουργίτι
της είπε όνειρο πως είχε δει.
Άγγελος από πάνω του στεκόταν
η κάμαρη πλημμύρισε με φως
σύκο άκουσε μιά φωνή παρέκει
μάνα θαρρώ μου μίλησε ο Θεός.
Μπροστά στο εικονοστάσι η μάνα γονατίζει
με δάκρυα στα μάτια ευχαριστεί
τρέμει σαν φύλο η καρδιά η ραγισμένη
μπρός στο εικονοστάσι εκεί πεσμένη
αφήνοντας την τελευταία της πνοή
και το παιδί πεντάρφανο να μένει.
η μάνα ν ανάψει ένα κερί
στη Παναγιά το δάκρυ της ν αφήσει
για το παιδί της που ήταν άρρωστο πολύ.
Ο πόνος της καρδιάς της χρόνια τώρα
δεν την αφήνει ποια να κοιμηθεί
χήρα παντέρημη και μαυροφόρα
με άρρωστο βαριά ένα παιδί.
Η μοίρα της σκληρή την έχει δέσει
πίσω από το άρμα της και την τραβά
πόσο ακόμα να βαστάξει να πονέσει
γονατιστή παρακαλεί την Παναγιά.
Εκεί μπροστά στο αναμμένο το καντήλι
το πρόσωπο της μοιάζει άυλη σκιά
ψελλίζει η δύσμοιρη με πικραμένα χείλη
θερμή παράκληση στη Παναγιά.
Στέψε το βλέμμα σου Πανάγαθη Π αρθένα
λυπήσουμε σε παρακαλώ
βοήθεια δεν έχω από κανένα
για τ άρρωστο παιδί μου το φτωχό.
Στέρεψε ποια το δάκρυ στη ματιά μου
τον πόνο ένιωσες απ όλους ποιο πολύ
δεν τον βαστάει άλλο η καρδιά μου
και ορφανό θα μείνει τ άρρωστο παιδί..
Καθώς σκυφτή όλο προσευχόταν
ένοιωσε ένα χέρι πάνω της ν ακουμπά
το βάρος της καρδιάς αργότερα θυμόταν
σαν περιστέρι πέταξε μακριά.
Μπροστά της είδε μια αχτίδα
μια λάμψη απ την εικόνα είχε βγει
γέμισε η καρδιά της με ελπίδα
γαλήνεψε από μέσα της η ψυχή.
Ανάλαφρη ποια γύρισε στο σπίτι
είδε στο στρώμα τ άρρωστο παιδί
χαρούμενο σαν το μικρό σπουργίτι
της είπε όνειρο πως είχε δει.
Άγγελος από πάνω του στεκόταν
η κάμαρη πλημμύρισε με φως
σύκο άκουσε μιά φωνή παρέκει
μάνα θαρρώ μου μίλησε ο Θεός.
Μπροστά στο εικονοστάσι η μάνα γονατίζει
με δάκρυα στα μάτια ευχαριστεί
τρέμει σαν φύλο η καρδιά η ραγισμένη
μπρός στο εικονοστάσι εκεί πεσμένη
αφήνοντας την τελευταία της πνοή
και το παιδί πεντάρφανο να μένει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου