Εκεί στην άκρη ενός γκρεμού
καθόμουν α μια μέρα.
Σκέψεις πολλές βασάνιζαν
το άδολο μυαλό μου
ένιωθα πως πνιγόμουνα
στο αδιέξοδο μου.
Μα ξάφνου ακούω μια φωνή
να λέει ' καλημέρα '.
Ήταν ένας γέροντας σκυφτός
που σιγοπερπατούσε.
Τα χρόνια τον βαραίνανε
κι οι ώμοι του γυρμένοι
σαν η ζωή να έφευγε
και τον επροσπερνούσε
κουφάρι αβοήθητο
στην άγρια ειμαρμένη.
Κάθισε να ξεκουραστεί
με κόπο κι ανημπόρια
άφησε την πραμάτεια του
που ώρες κουβαλούσε
κι ένα βαθύ αναστεναγμό
μαζί με στεναχώρια
άφησε απ τα χείλη του
που στη καρδιά κρατούσε.
Τι έχεις γέροντα ρωτώ
γιατί είσαι λυπημένος΄΄
από ποιον τόπο μακρινό
και ποιους άγνωστους δρόμους΄΄
περπάτησες και έφτασες
εδώ πάνω κουρασμένος
και ποια είναι τα βάσανα
που κύρτωσαν τους ώμους΄΄
Με κοίταξε με τα θολά
τα γέρικα του μάτια
και ζάρωσε το μέτωπο
με μια ύστατη προσπάθεια
μιλώντας με αργά αργά
τα λόγια του μετρούσε
τη θύμηση του έφερνε
στο νου και προσπαθούσε
να θυμηθεί τα βάσανα
και ότι τον πονούσε.
Φαμίλια είχα και εγώ
όπως ο κόσμος όλος
παιδιά γυναίκα σπιτικό
ζούσα ευτυχισμένος
μα ήρθε μια μέρα σκοτεινή
που ο ήλιος είχε σβήσει
από τα βόλια τα φριχτά
και τα φαρμακωμένα
από αντάρας σύννεφο
από φωτιά και λάβα
κι όλα όσα είχα τάχασα
στου βίου μου τη δύση
και μόνος τώρα έμεινα
γέρος δυστυχισμένος.
Πήρα τα όρη τα βουνά
ανθρώπους να μη βλέπω
μονάχος μου στην ερημιά
τ αγρίμια είναι καλύτερα
συντρόφους να τα έχω.
Γιατί οι άνθρωποι θαρρώ
πιότερο κι απ τ αγρίμια
είναι η ψυχή τους βάναυση
και έλεος δεν έχουν.
Κι αν τη ζωή σου κάνουνε
θρύψαλα και συντρίμμια
σε προσπερνούν αγέρωχοι
χωρίς να σε προσέχουν.
Τώρα δεν έχω τίποτα
μόνο τον εαυτό μου
αφού τα πάντα έχασα
έσβησε το χωριό μου
δεν έχω γη και σπιτικό
δεν έχω εγώ πατρίδα
έτσι το θέλουν οι τρανοί
να ζουν οι άνθρωποι στη γη
χωρίς καμιά ελπίδα.
Σαν άκουσα το γέροντα
να λέει τα βάσανα του
που ήταν μεγαλύτερα
απ όσο τα δικά μου
σηκώθηκα και κάθισα
δίπλα του και σιμά του
σκουπίζοντας το δάκρυ του
απ τη θολή ματιά του.
καθόμουν α μια μέρα.
Σκέψεις πολλές βασάνιζαν
το άδολο μυαλό μου
ένιωθα πως πνιγόμουνα
στο αδιέξοδο μου.
Μα ξάφνου ακούω μια φωνή
να λέει ' καλημέρα '.
Ήταν ένας γέροντας σκυφτός
που σιγοπερπατούσε.
Τα χρόνια τον βαραίνανε
κι οι ώμοι του γυρμένοι
σαν η ζωή να έφευγε
και τον επροσπερνούσε
κουφάρι αβοήθητο
στην άγρια ειμαρμένη.
Κάθισε να ξεκουραστεί
με κόπο κι ανημπόρια
άφησε την πραμάτεια του
που ώρες κουβαλούσε
κι ένα βαθύ αναστεναγμό
μαζί με στεναχώρια
άφησε απ τα χείλη του
που στη καρδιά κρατούσε.
Τι έχεις γέροντα ρωτώ
γιατί είσαι λυπημένος΄΄
από ποιον τόπο μακρινό
και ποιους άγνωστους δρόμους΄΄
περπάτησες και έφτασες
εδώ πάνω κουρασμένος
και ποια είναι τα βάσανα
που κύρτωσαν τους ώμους΄΄
Με κοίταξε με τα θολά
τα γέρικα του μάτια
και ζάρωσε το μέτωπο
με μια ύστατη προσπάθεια
μιλώντας με αργά αργά
τα λόγια του μετρούσε
τη θύμηση του έφερνε
στο νου και προσπαθούσε
να θυμηθεί τα βάσανα
και ότι τον πονούσε.
Φαμίλια είχα και εγώ
όπως ο κόσμος όλος
παιδιά γυναίκα σπιτικό
ζούσα ευτυχισμένος
μα ήρθε μια μέρα σκοτεινή
που ο ήλιος είχε σβήσει
από τα βόλια τα φριχτά
και τα φαρμακωμένα
από αντάρας σύννεφο
από φωτιά και λάβα
κι όλα όσα είχα τάχασα
στου βίου μου τη δύση
και μόνος τώρα έμεινα
γέρος δυστυχισμένος.
Πήρα τα όρη τα βουνά
ανθρώπους να μη βλέπω
μονάχος μου στην ερημιά
τ αγρίμια είναι καλύτερα
συντρόφους να τα έχω.
Γιατί οι άνθρωποι θαρρώ
πιότερο κι απ τ αγρίμια
είναι η ψυχή τους βάναυση
και έλεος δεν έχουν.
Κι αν τη ζωή σου κάνουνε
θρύψαλα και συντρίμμια
σε προσπερνούν αγέρωχοι
χωρίς να σε προσέχουν.
Τώρα δεν έχω τίποτα
μόνο τον εαυτό μου
αφού τα πάντα έχασα
έσβησε το χωριό μου
δεν έχω γη και σπιτικό
δεν έχω εγώ πατρίδα
έτσι το θέλουν οι τρανοί
να ζουν οι άνθρωποι στη γη
χωρίς καμιά ελπίδα.
Σαν άκουσα το γέροντα
να λέει τα βάσανα του
που ήταν μεγαλύτερα
απ όσο τα δικά μου
σηκώθηκα και κάθισα
δίπλα του και σιμά του
σκουπίζοντας το δάκρυ του
απ τη θολή ματιά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου