Πολλές φορές οι θύμησες
Λιβάδι αγαπημένο
αντίκρυ από τον Όλυμπο
είσαι ψιλά κτισμένο.
Μικρό αγόρι ήμουνα
όταν σε πρωτοείδα
σε έζησα και έγινες
μια δεύτερη Πατρίδα.
Ψιλά στη ράχη φάνταζαν
τ ασβέστατα τα σπίτια
όταν τα πρωτ αντίκρισα
με μάραναν τα στήθια.
Απ έξω ήταν άχαροι
οι μαυρισμένοι τοίχοι
μα μέσα πεντακάθαρα
πανέμορφα κιλίμια
στρωμένα στα δωμάτια
και στις ψιλές τις κόχες΄
Πλακοστρωμένες οι αυλές
άστραφταν απ τη πάστρα.
Δεν θα ξεχάσω τις βραδιές
με τ όμορφα νυχτέρια
δίπλα στο τζάκι πούκαιγε
κούτσουρα απ το δάσος.
και μοσχομύριζε η φωτιά
έλατο και ρετσίνι
Οι νιες οι αρχοντοβλάχησιες
με τα όμορφα καερούκια
και με τα ροδομάγουλα
της φύσης τα φτιασίδια
πανέμορφες κουβάλαγαν
τις στάμνες τους στον ώμο.
Οι άνδρες λεβεντόκορμοι
μ αστραφτερά τσαρούχια
τις Κυριακές στην Εκκλησιά
όλα φρεσκοβαμμένα,
Οι κάπες τους γυαλιστερές
στους ώμους τους ριγμένες
κι ο Κούκος το καπέλο τους
στην κεφαλή τους πάνω.
Την αρχοντιά τους έδειχνε
του μοσχοβλάχου η γέννα
Στο πανηγύρι Ται ΗΛΙΆ
και του Αυγούστου πάλι
κόσμος πολύς ερχότανε
που φύγαν για άλλα μέρη.
Να προσκυνήσουν θέλανε
τη γη όπου γεννήθηκαν
και τους θυμίζει τόσα.
Να σμίξουν με φίλους συγγενείς
που είχαν καιρό να δούνε.
Να αναπνεύσουν καθαρό
του Λιβαδιού αέρα.
Στο κιόσκι να κατέβουν ε
να δουν κάτω τον κάμπο
απ το μεγάλο υψόμετρο
χίλια διακόσια μέτρα.
Να αγναντέψουν τα χωριά
που είναι σκορπισμένα
κι όταν πέφτουν τα σύννεφα
και όλα τα σκεπάζουν
εσύ νομίζεις βρίσκεσαι
πάνω σε Αεροπλάνο.
Οι άνθρωποι φιλόξενοι
κι αρχοντογεννημένοι
Από τη στάνη ως έρχονται
στο σπίτι σαν γυρίζουν
πλένονται καθαρίζονται
κάτω εις τα κατώγια
και πάνε πεντακάθαροι
στις κόχες να καθίσουν.
Τον Μάη κατεβαίνουν ε
στον κάμπο για τον κούρο.
ο αέρας μοσχομύριζε
από αρνιά ψημένα.
οι πίτες ροδοκόκκινες
στη γάστρα ήταν ψημένες.
Το γήδινο το βούτυρο
γύρο μοσχοβολούσε.
Σαν τι να πρωτοθυμηθώ
Λιβάδι αγαπημένο.
Τα χρόνια κι αν περάσανε
εγώ θα σε θυμάμαι
κομμάτι από τη νιότη μου
έμεινε εκεί κοντά σου.
.
Λιβάδι αγαπημένο
αντίκρυ από τον Όλυμπο
είσαι ψιλά κτισμένο.
Μικρό αγόρι ήμουνα
όταν σε πρωτοείδα
σε έζησα και έγινες
μια δεύτερη Πατρίδα.
Ψιλά στη ράχη φάνταζαν
τ ασβέστατα τα σπίτια
όταν τα πρωτ αντίκρισα
με μάραναν τα στήθια.
Απ έξω ήταν άχαροι
οι μαυρισμένοι τοίχοι
μα μέσα πεντακάθαρα
πανέμορφα κιλίμια
στρωμένα στα δωμάτια
και στις ψιλές τις κόχες΄
Πλακοστρωμένες οι αυλές
άστραφταν απ τη πάστρα.
Δεν θα ξεχάσω τις βραδιές
με τ όμορφα νυχτέρια
δίπλα στο τζάκι πούκαιγε
κούτσουρα απ το δάσος.
και μοσχομύριζε η φωτιά
έλατο και ρετσίνι
Οι νιες οι αρχοντοβλάχησιες
με τα όμορφα καερούκια
και με τα ροδομάγουλα
της φύσης τα φτιασίδια
πανέμορφες κουβάλαγαν
τις στάμνες τους στον ώμο.
Οι άνδρες λεβεντόκορμοι
μ αστραφτερά τσαρούχια
τις Κυριακές στην Εκκλησιά
όλα φρεσκοβαμμένα,
Οι κάπες τους γυαλιστερές
στους ώμους τους ριγμένες
κι ο Κούκος το καπέλο τους
στην κεφαλή τους πάνω.
Την αρχοντιά τους έδειχνε
του μοσχοβλάχου η γέννα
Στο πανηγύρι Ται ΗΛΙΆ
και του Αυγούστου πάλι
κόσμος πολύς ερχότανε
που φύγαν για άλλα μέρη.
Να προσκυνήσουν θέλανε
τη γη όπου γεννήθηκαν
και τους θυμίζει τόσα.
Να σμίξουν με φίλους συγγενείς
που είχαν καιρό να δούνε.
Να αναπνεύσουν καθαρό
του Λιβαδιού αέρα.
Στο κιόσκι να κατέβουν ε
να δουν κάτω τον κάμπο
απ το μεγάλο υψόμετρο
χίλια διακόσια μέτρα.
Να αγναντέψουν τα χωριά
που είναι σκορπισμένα
κι όταν πέφτουν τα σύννεφα
και όλα τα σκεπάζουν
εσύ νομίζεις βρίσκεσαι
πάνω σε Αεροπλάνο.
Οι άνθρωποι φιλόξενοι
κι αρχοντογεννημένοι
Από τη στάνη ως έρχονται
στο σπίτι σαν γυρίζουν
πλένονται καθαρίζονται
κάτω εις τα κατώγια
και πάνε πεντακάθαροι
στις κόχες να καθίσουν.
Τον Μάη κατεβαίνουν ε
στον κάμπο για τον κούρο.
ο αέρας μοσχομύριζε
από αρνιά ψημένα.
οι πίτες ροδοκόκκινες
στη γάστρα ήταν ψημένες.
Το γήδινο το βούτυρο
γύρο μοσχοβολούσε.
Σαν τι να πρωτοθυμηθώ
Λιβάδι αγαπημένο.
Τα χρόνια κι αν περάσανε
εγώ θα σε θυμάμαι
κομμάτι από τη νιότη μου
έμεινε εκεί κοντά σου.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου