Στην παραλία κάθισα
μια μέρα στο παγκάκι
ερέμβαζα τη θάλασσα
στο δροσερό αεράκι
και καθώς ήμουν απλανής
κι ολίγον τι φευγάτος
σκεφτόμουνα περίεργα
πως θάταν αν θα βούταγα
της θάλασσας ο πάτος.
Έβλεπα ν αρμενίζουνε
κατάλευκα βαπόρια
κι έβλεπα μαύρο το καπνό
που βγάζουν τα μπουφόρια.
Κι όπως η σκέψη έτρεχε
σε τούτο και στο άλλο
και ποιο στον νου μου να σταθεί
και ποιο απ το νου να βγάλω
ένιωσα δίπλα ξαφνικά
μια ξένη παρουσία
μα σαν εκοίταξα λοξά
οίδα μιαν οπτασία.
Με ε χαιρέτησε δειλά
μ ένα χαμογελά κι
, Μήπως με επιτρέπετε
λιγάκι να καθίσω /'
Θα ήτανε αγένεια
ολόκληρο παγκάκι
μονάχος να κρατήσω΄
Παρακαλώ απάντησα
καθίστε Δεσποσύνη
καθίστε σαν στο σπίτι σας
και με ανετοσύνη.
Έτσι με την ευγένεια
και τις φιλοφρονήσεις
ε συμφωνούσαμε παντού
με δίχως αντιρήσεις.
Ώσπου η ώρα πέρασε
χωρίς να καταλάβω
απ το να λέω να μιλώ
να κόβω και να ράβω.
Πολύ σας εσυμπάθησα
απ τη ματιά τη πρώτη
'μα μη θαρρείτε απαντά΄'
πως είμαι ότι κι ότι'.
Είμαι κοπέλα συνετή
σεμνή και ντελικάτη
ολίγον τι ρομαντική
όχι όμως και φευγάτη.
Θάθελα τόσα πολλά να πω
μα πέρασε η ώρα
φοβάμαι μήπως και βραχώ
έρχεται βλέπω μπόρα
Μου άπλωσε το χέρι της
για να με χαιρετήσει
και γω σηκώθηκα ευθύς
μην τύχει και νομίσει
πως είμαι τάχα αγενής
και πως δεν έχω τρόπους
χαιρέτησα σαν ευγενής
όπως σε άλλους τόπους.
Χάρικα που σας γνώρισα
γλυκιά μου Δεσποσύνη.
Γρήγορα θα σας ξαναδώ
ψιθύρισε εκείνη.
Και γω απόμεινα εκεί
ορθός να την κοιτάζω
το λικνιστώ το βήμα της
και να αναστενάζω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου